Police-Voice blog ➤
30 ημέρες πριν από τις πρώτες κρίσιμες κάλπες, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως θα ήθελε το Μέγαρο Μαξίμου αλλά και το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ.
Για την ακρίβεια, αρκετά σημεία εξελίχτηκαν αντίθετα από τους σχεδιασμούς: η Συμφωνία των Πρεσπών είχε πολιτικό κόστος, τα «κοινωνικά μέτρα» δεν έχουν αντιστρέψει το κλίμα και η «Προοδευτική Συμμαχία» είχε πενιχρή συγκομιδή, την ώρα που παραμένει βαριά η σκιά από τις τραγωδίες στη Μάνδρα και το Μάτι.
Επιπλέον, διαρκώς προκύπτουν προβλήματα που έχουν πολιτικό κόστος. Την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επιλέξει να κλιμακώσει την πόλωση εναντίον της Νέας Δημοκρατίας επικεντρώνοντας είτε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα σκανδάλων, είτε σε επικοινωνιακές αστοχίες όπως αυτή για το «δώρο Χριστουγέννων», έρχεται ο Παύλος Πολάκης και ακυρώνει το στρατήγημα αφού ένας βασικός υπουργός εμφανίζεται να χρησιμοποιεί μια ρητορική ριζικά ανταγωνιστική προς τις αξίες και τα ιδανικά της αριστεράς.
Κυρίως, όμως, ο Παύλος Πολάκης ανέτρεψε μια βασική παράμετρο των σχεδιασμών της κυβέρνησης που ήταν ότι θα μπορούσε διαρκώς να εκμεταλλεύεται τα στραβοπατήματα των αντιπάλων της. Τώρα αποδεικνύεται ότι μπορεί να έχει πολιτικό κόστος από τα δικά της λάθη.
Και κανείς δεν ξεχνά ότι έγινε κουρελόχαρτο το ηθικό πλεονέκτημα και ο «πόλεμος κατά της διαπλοκής» μετά τις καταγγελίες Μαρινάκη για τον Παππά και τον Καλογρίτσα αλλά και για τις ελλιπείς απαντήσεις που έδωσε ο Νίκος Παππάς για το σκάνδαλο Πετσίτη.
Όλα αυτά διαμορφώνουν μια ιδιαίτερα δύσκολη προεκλογική συγκυρία και κάνουν το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ να αναζητά μια στρατηγική διαφυγής.
Έτσι όλα δείχνουν ότι αντιμέτωπη με μια πιο δύσκολη προεκλογική περίοδο και θέλοντας να αποφύγει μια εκλογική συντριβή, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα προκρίνει μια πολιτική προεκλογικών παροχών.
Οι επίσημες κυβερνητικές διαρροές, όπως αποτυπώθηκαν και από το ΑΠΕ επικεντρώνουν στη σημασία της ανακοίνωσης και φέτος ενός σημαντικού υπερπλεονάσματος.
Το πρωτογενές πλεόνασμα, όπως ανακοινώθηκε επίσημα, για το 2018 έφτασε το εντυπωσιακό 4,4% σημαντικά πάνω από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα με τα μνημόνια. Η υπεραπόδοση φτάνει το 0,9% ή 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ, σε σχέση με τις δεσμεύσεις και το 0,4% σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις του ίδιου του υπουργείου.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι πλέον έχουμε μονίμως υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που άρα αποκτούν «δομικό» χαρακτήρα και κατά συνέπεια δεν έχει νόημα να περιμένουμε κάθε χρόνο την τελική εκτίμηση για να τα μετρήσουμε. Αντίθετα, μπορούμε να τα προεξοφλούμε με τη μορφή «κοινωνικών μέτρων» με μόνιμο χαρακτήρα.
Έτσι λοιπόν στη σύσκεψη που έγινε την Τετάρτη 24 Απριλίου με τη συμμετοχή του ίδιου του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου, δόθηκε το «πράσινο φως» για ένα νέο γύρο παροχών, με σαφώς προεκλογικό ορίζοντα.
Επισήμως η κυβέρνηση έχει υπαινιχθεί απλώς ότι ένα μέρος των μέτρων θα είναι μόνιμα και ένα μέρος θα είναι εφάπαξ (όπως γινόταν μέχρι τώρα με το «κοινωνικό μέρισμα»).
Τα μέτρα που η ίδια η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι συζητιούνται είναι οι ελαφρύνσεις στον ΦΠΑ (είτε με μείωση του κανονικού συντελεστή 24% είτε με μετατάξεις από τον κανονικό στον μειωμένο συντελεστή), η μείωση του εισαγωγικού συντελεστή φορολογίας εισοδήματος από το 22% στο 20%, όπως και νέες διορθωτικές κινήσεις στον ΕΝΦΙΑ.
Παράλληλα, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι θέλει να επαναφέρει την έκπτωση για την εμπρόθεσμη εφάπαξ εξόφληση φόρου, παράλληλα με την επιμονή ότι θα θεσπίσει ξανά τις 120 δόσεις για τις φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές.
Παράλληλα, σχεδιάζονται και νέα εφάπαξ μέτρα, πιθανώς με τη μορφή μιας εκ νέου αναγγελίας για χορήγηση «13ης σύνταξης», ένα θέμα που διαρκώς επανέρχεται από την κυβερνητική πλευρά.
Επιπλέον, η κυβέρνηση διαμορφώνει και ένα κλίμα ότι πλέον δεν τίθενται όλα τα μέτρα στη διαπραγμάτευση με τα κλιμάκια των θεσμών, στο πλαίσιο της ενισχυμένης επιτήρησης, παρότι από την προηγούμενη διαδικασία αξιολόγησης – χάρη στην οποία έγινε και η εκταμίευση της δόσης από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που διακρατούσαν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες – έγινε σαφές ότι οι θεσμοί διεκδικούν το δικαίωμα να έχουν λόγο συνολικά για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Όμως, το πιο βασικό είναι ότι σε αντίθεση με την μέχρι τώρα πρακτική αυτά τα μέτρα να θεσπίζονται αφού εξασφαλιστεί το δημοσιονομικό περιθώριο για αυτά, τώρα ο σχεδιασμός είναι η μόνιμη θεσμοθέτησή του, εφόσον και τα πλεονάσματα έχουν γίνει μόνιμα.
Αυτό εκ των πραγμάτων θα σημαίνει και μια αντιπαράθεση με τους «θεσμούς» που σε γενικές γραμμές προτιμούν τα πλεονάσματα να προστίθενται «μαξιλάρι» για την αντιμετώπιση δημοσιονομικών κινδύνων και να μην αναλώνονται σε προεκλογικές παροχές.
Άλλωστε, γνωρίζουν καλά στο επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σύντομα θα κληθούν να παραδώσουν σε μια άλλη κυβέρνηση την ευθύνη για τη διαχείριση της ελληνικής οικονομίας.
Και αυτό φαίνεται ότι το ερμηνεύουν ως δικαίωμα να κάνουν μόνο βραχυπρόθεσμους και αμιγώς κομματικούς σχεδιασμούς.
Πηγή ➤