Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών, Επαμεινώνδας Τσακάλης, 36 ετών, Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών, και το αγέννητο μωρό της:
Πρόκειται για τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους πριν από έπτα χρόνια, στις 5 Μαΐου 2010, όταν, κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων για το μνημόνιο στο κέντρο της Αθήνας, άγνωστοι πέταξαν μολότοφ στο κτίριο της Marfin Bank, με αποτέλεσμα να τυλιχτεί στις φλόγες και να εγκλωβιστούν στο εσωτερικό του οι οκτώ εργαζόμενοι.
Οι πέντε μπόρεσαν να διαφύγουν- οι άνωθεν τρεις όχι, βρίσκοντας τραγικό θάνατο.
Ακολουθούν βίντεο, εικονες αλλά και ένα συγκλονιστικο κειμενο που ειχε γραφει το 2013 για εκείνη την ιστορική μερα στο books journal από τον Τριαντάφυλλο Καρατράντο
Πέρασαν κιόλας 8 χρόνια.
Ήταν 5 Μαΐου 2010 όταν τρεις συνάνθρωποί μας, τρεις υπάλληλοι της τράπεζας Marfin, η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, η Παρασκευή Ζούλια και ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης, έχασαν τη ζωή τους.
Δεν ξέρω πόσοι θυμόμαστε τις φρικιαστικές σκηνές από το φλεγόμενο κτίριο, σίγουρα όχι τόσο πολλοί, όσοι θα τις θυμόμασταν αν ήταν θύματα της κρατικής βίας.
Αλήθεια, τίνος έπεσαν θύματα οι άνθρωποι αυτοί;
Της επανάστασης;
Της προβοκάτσιας;
Η απάντηση είναι απλή…
Των δολοφόνων με τις μολότοφ.
Γιατί πρέπει να τους θυμόμαστε τοσα χρόνια μετά;
Γιατί όσο και αν μαλώνουμε για τις επαναστάσεις και τις προβοκάτσιες, οι νεκροί είναι εκεί, τρεις εργαζόμενοι και ένα αγέννητο παιδί.
Αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.
Γιατί όσο και αν μαλώνουμε για τις επαναστάσεις και τις προβοκάτσιες, αυτοί που πέταξαν τις μολότοφ στο κτίριο της τράπεζας ήξεραν πως μέσα βρίσκονταν εργαζόμενοι.
Αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.
Γιατί όσο και αν μαλώνουμε για τις επαναστάσεις και τις προβοκάτσιες, η βία δεν είναι πολιτική συμπεριφορά και δικαίωμα και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.
Γιατί όσο και αν μαλώνουμε για τις επαναστάσεις και τις προβοκάτσιες, για τους νεκρούς της Marfin δεν έχει καθιερωθεί «εθνική επέτειος» και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.
Γιατί όσο και αν μαλώνουμε για τις επαναστάσεις και τις προβοκάτσιες, κανείς δεν φρόντισε να βάλει σε κάποιο ψηφοδέλτιο τους συγγενείς των τριών νεκρών και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.
Γιατί όσο και αν μαλώνουμε για τις επαναστάσεις και τις προβοκάτσιες, κανείς δεν έκανε σύνθημα σε πορεία τους νεκρούς της Marfin και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.
Γιατί όσο και αν μαλώνουμε για τις επαναστάσεις και τις προβοκάτσιες, οι νεκροί της Marfin δεν κρίθηκαν άξιοι να χαρακτηριστούν νεκροί της «επανάστασης» και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.
Γιατί όσο και αν μαλώνουμε για τις επαναστάσεις και τις προβοκάτσιες, με μολότοφ, πέτρες και καδρόνια δεν αλλάζεις τον κόσμο, ούτε βρίσκεις το δίκιο σου, μπορείς όμως να αφαιρέσεις ζωές και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.
Γιατί όσο και αν μαλώνουμε για τις επαναστάσεις και τις προβοκάτσιες, ο Χριστόδουλος Ξηρός δεν έκανε αναφορά στο μανιφέστο του στους νεκρούς της Marfin και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.
Γιατί όσο και αν μαλώνουμε για τις επαναστάσεις και τις προβοκάτσιες, η δικαιοσύνη δεν έχει ακόμη αποδοθεί και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.
Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με όσους λόγους αναφέρθηκαν παραπάνω για να θυμόμαστε τους νεκρούς της Marfin, μπορεί επίσης να βρει και άλλους λόγους για να τους θυμόμαστε, καθένας μας άλλωστε έχει τους δικούς του κώδικες και μηχανισμούς αποθήκευσης και ανάσυρσης από τη μνήμη γεγονότων.
Πρέπει όμως, και μπορούμε να συμφωνήσουμε, πως η ανάμνηση των συμπολιτών μας που έφυγαν από τη ζωή με αυτό το βίαιο και άδικο τρόπο είναι ένας φόρος τιμής, ένας φόρος τιμής όχι στα θύματα και στις οικογένειες τους, αλλά στο κράτος δικαίου, στη δημοκρατία, στην αντίθεση μας στη βία.
Ένας φόρος τιμής στη λογική, στο μέτρο και στη σκέψη.
Ένας φόρος τιμής στην ανθρώπινη ύπαρξη που δεν μπορεί να θυσιάζεται στο βωμό κανενός δικαιώματος, πραγματικού ή επίπλαστου.
Ένας φόρος τιμής στον ίδιο τον άνθρωπο.