«Στην έρευνα για δράση των ένοπλων οργανώσεων την περίοδο 1980-2000 υπάρχει ένα μεγάλο κενό αφού δεν εντοπίστηκαν και δεν συνελήφθησαν περίπου 15-20 μέλη της 17Ν ή άλλων οργανώσεων επαναστατικής βίας, αποτυπώματα των οποίων είχαν βρεθεί σε γιάφκες και για τα οποία υπήρχε σωρεία διασταυρωμένων πληροφοριών. Ομως το 2002, που εξαρθρώθηκε η 17Ν, λόγω του όγκου των στοιχείων και της έρευνας αποφασίσαμε μερικά ζητήματα να τα αφήσουμε εκκρεμή. Κι αυτό ίσως το πληρώνουμε ακόμη...».
Σε αυτή την επισήμανση προχωρούν πρώην υψηλόβαθμα στελέχη της λεωφόρου Κατεχάκη με αφορμή τη μεγάλη φυγή του 56χρονου πρώην μέλους της 17ΝΧριστόδουλου Ξηρού και την έρευνα για τους συνεργούς του.
«Ορφανά» αποτυπώματα
Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. επεσήμαναν ότι το 2002 είχαν απομονωθεί έξι «ορφανά» αποτυπώματα - από δείκτες χεριών - σε σταθερά αντικείμενα στη γιάφκα της 17Ν στην οδό Δαμάρεως στο Παγκράτι. Ενα από αυτά τα αποτυπώματα που αποδίδεται σε επιτελικό στέλεχος της 17Ν βρέθηκε και στην κατοικία του φερομένου ως αρχηγού της οργάνωσηςΑλέξανδρου Γιωτόπουλου στους Λειψούς. Ως και σήμερα παραμένει άγνωστη η ταυτότητα των ατόμων αυτών, παρ' ότι υπήρξε μια ύστατη, απεγνωσμένη προσπάθεια εντοπισμού τους.
Το 2004 ένα δεκαμελές κλιμάκιο του Τμήματος Δακτυλοσκοπίας των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων άρχισε να επισκέπτεται τις αστυνομικές διευθύνσεις όλης της χώρας προκειμένου να εξετάσει ένα-ένα εκατοντάδες χιλιάδες δελτία υποβολής έκδοσης ταυτότητας, στα οποία τότε υπήρχαν και δακτυλικά αποτυπώματα. Τότε ελέγχθηκαν συνολικά περίπου ένα εκατομμύριο δελτία ταυτότητας. Αυτή η ομάδα ελέγχου όμως στη συνέχεια διαλύθηκε για υπηρεσιακούς και προσωπικούς λόγους ορισμένων αστυνομικών χωρίς να ταυτοποιηθεί ούτε ένα από τα έξι «ορφανά» αποτυπώματα. Το 2009 ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης είχε ζητήσει να συνεχισθεί η έρευνα αυτή. Ομως ήταν πλέον αργά. Και αυτό διότι στα δελτία ταυτότητας δεν υπάρχουν πλέον αποτυπώματα και τα περισσότερα από τα παλαιά δελτία ταυτότητας έχουν καταστραφεί.
Τα... κινητά του ΕΛΑ
Κάτι αντίστοιχο υπήρξε και με τις έρευνες για τον ΕΛΑ που έδρασε την περίοδο 1974-1995. Στη διάρκεια των ερευνών του 2002 η ΕΛ.ΑΣ. είχε ανακαλύψει την ταυτότητα τουλάχιστον δέκα υπόπτων για συμμετοχή στην οργάνωση σε περιφερειακό και κεντρικό ρόλο, τα οποία ποτέ δεν δημοσιοποιήθηκαν και ποτέ δεν κινήθηκαν δικαστικές διαδικασίες σε βάρος τους. Τα τηλέφωνα ορισμένων εξ αυτών των υπόπτων βρέθηκαν στη λίστα των 104 κινητών που ήταν στο «στόχαστρο» των 14 κινητών-σκιών στο μεγάλο σκάνδαλο των υποκλοπών την περίοδο 2004-2005. Τότε ωστόσο - όπως λένε οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. -
«πρυτάνευσε η λογική ότι η οργάνωση ήταν απενεργοποιημένη και οι ύποπτοι δεν είχαν καμιά άλλη εμπλοκή».
Το ίδιο σκεπτικό φαίνεται να εφαρμόστηκε και στην περίπτωση της οργάνωσης «Επαναστατικοί Πυρήνες» που έδρασε την περίοδο 1996-1999 και ευθυνόταν για τον θάνατο ιδιωτικής υπαλλήλου από έκρηξη βόμβας στο ξενοδοχείο «Ιντερκοντινένταλ» τον Μάιο του 1999. Ωστόσο παρ' ότι τότε η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία φαίνεται να εντόπισε τα μέλη της οργάνωσης, δεν έδωσε καμιά συνέχεια διότι θεωρήθηκε ότι τα στοιχεία που διέθετε τότε δεν ήταν επαρκή και επειδή υπήρχαν άλλες «προτεραιότητες». Ωστόσο οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. επεσήμαναν ότι «αυτή η επιλογή μας για τους "Επαναστατικούς Πυρήνες" ήταν τελικώς λανθασμένη καθώς πιστεύουμε ότι ορισμένοι από τους υπόπτους συνέχισαν τα επόμενα χρόνια να συμμετέχουν σε διεργασίες στο εγχώριο αντάρτικο πόλης».