Police-Voice blog ➤
Η προσωπική μαρτυρία ενός
Κρητικού μαχητή, του Δημήτρη Λεμονάκη από το Ζαρό, για τα γεγονότα του πολέμου του 1940-41, στην Αλβανία.
Eπεξεργασία, σχολιασμός από τον συγγραφέα Γιώργο Ι. Ζωγραφάκη
Ο
Δημήτρης Λεμονάκης, διαβιβαστής –τηλεφωνητής στο 2ο Τάγμα του 43ου
Συντάγματος στον πόλεμο της Αλβανίας, σαράντα χρόνια μετά τον πόλεμο,
κατέγραψε σε τετράδιο της αναμνήσεις του. Μεγάλο μέρος της γραπτής αυτής
αφήγησης είναι σε πεζό λόγο και το υπόλοιπο έμμετρο, σ’ έναν
δεκαπεντασύλλαβο κάποτε άτεχνο, κάποτε ασαφή, αλλά ουσιαστικό.
Η
αφήγηση αρχίζει με την επιστράτευση, στις 28 Οκτωβρίου 1940, την
εσπευσμένη συγκρότηση των συνταγμάτων της Μεραρχίας Κρητών, την
αναχώρηση από το Ηράκλειο με νηοπομπή, την άφιξη στην Αθήνα και την
αναχώρηση, στις 7 Νοεμβρίου, με τρένα προς την Αλβανία. Από το Αμύνταιο
προχωρούν πεζοί προς την Κορυτσά, με βαρύτατο χειμώνα και πολλές
ελλείψεις. Αργότερα, από την Κορυτσά, οδεύουν προς την Ερσέκα, το
Λεσκοβίκι, την Πρεμετή και από τις 29 Ιανουαρίου μπαίνουν στις
επιχειρήσεις, κοντά στον Κλεισούρα, αυτό το φοβερό σφαγείο του πολέμου.
Στις 16-18 Φεβρουαρίου, όπως και στις ημέρες της «εαρινής επίθεσης» του
Μουσολίνι (9-26 Μαρτίου), αλλά και ως το τέλος των επιχειρήσεων (12
Απριλίου ’41), το Σύνταγμα του Λεμονάκη αγωνίζεται, αποδεκατίζεται και
υποφέρει.
Από τις 13 Απριλίου, αρχίζει η «σύμπτυξη», δηλαδή η
άδοξη αποχώρηση του στρατού της Αλβανίας. Το μέτωπο στα σύνορα με τη
Βουλγαρία έχει σπάσει από τις σφοδρές επιθέσεις των Γερμανών, ο πόλεμος
έχει χαθεί, και ο στρατός στην Αλβανία υποχωρεί, για να μη θεωρηθεί
αιχμάλωτος των ηττημένων Ιταλών. Η επώδυνη υποχώρηση, η διάσχιση της
απόστασης από την Τρεμπεσίνα στην Κόνιτσα, στη Φιλιππιάδα, Πρέβεζα,
Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Ναύπακτο, Ψαθόπυργο (απέναντι, στην Πελοπόννησο),
όπου και η Μεραρχία διαλύεται, απ’ όσους είχαν παραμείνει στις τάξεις
της (17 Μαΐου ’41). Μέσω Αθήνας στη συνέχεια, ο Λεμονάκης και άλλοι
ξεκινούν «λαθραία» για την Κρήτη, Αύγουστο πια, ναυαγούν σχεδόν και
τελικά φτάνουν στη Γραμβούσα απ’ όπου, ύστερα από περιπέτειες, από το
Γενί Γκαβέ ανεβαίνουν στα Ανώγεια, από κει στη Νίδα, κατεβαίνουν στον
Ρούβα και από το Φαράγγι φτάνουν στον
Ζαρό.
Όλη
η αφήγηση, οι λεπτομέρειες, ο θαυματουργός Σταυρός που φέρνει μαζί του,
το αντιπολεμικό πνεύμα που διαπνέει την αφήγησή του, καθιστούν το
βιβλίο (το οποίο ετοιμάζεται), ως αξιόλογο ντοκουμέντο των δραματικών
ημερών του πολέμου, που έγραψε ηρωικές σελίδες, αλλά και βύθισε στο
πένθος χιλιάδες οικογένειες και προκάλεσε καταστροφικές πληγές στη χώρα,
πολλές από τις οποίες δεν έχουν κλείσει ακόμη.
Μερικά διάσπαρτα αποσπάσματα από τη μακρά αφήγηση Λεμονάκη:
Απούχει ελληνική ψυχή κι έχει στις φλέβες αίμα,
ακούσατε να σασε πω, σωστά δεν είναι ψέμα.
Όταν αποχαιρέτησα, Σταυρό μου δίνει η Μάνα
αν τύχει και να σκοτωθώ να βρίσκομαι αντάμα.
Κανείς μας δεν εδείλιασε στη μάχη να ’χει φόβο
κι όλα του τα διάθεσε ψυχή ν’ αφήσει μόνο.
Κι αν λευτερώσει την ψυχή αυτό θε να κερδίσει
να διηγάται τη ζωή ώστε να ζει και μόνο.
Αν κάτσω και να διηγηθώ τση νύχτας τα σκοτάδια
και πώς τραβαπαλεύαμε στα χιόνια τα ρημάδια.
Αξίζουν να τα διαβάσετε με μέγα ενθουσιασμό αντρόπιαστοι…
Η κήρυξη του πολέμου - Επιστράτευση
28η
Οκτωβρίου το έτος 1940 -41, μας κήρυξαν τον πόλεμο, ποιοι! Οι
Ιταλοί!... Και ποιος είναι αυτός που θα σταυρώσει τα χέρια να το δεχτεί;
Να παραβιαστεί; Κατόπιν διαταγής του κυβερνήτου υπουργού Ιωάννης
Μεταξάς διέταξε εντός του δικαίου επιστράτευσιν και προσήλθομεν προθύμως
και άνευ αντιλογίας προς συνάντησιν για το Γολγοθά. Χωρίς κανείς να μας
βιάσει. Έλαβα και εγώ αυτό το πολύτιμο Διαμάντι, το Σταυρό, από τη
μητέρα μου με ευχή, πατέρα δεν είχα, τον οποίο (εννοεί τον σταυρό) είχε
κληρονομιά από τον ιερέα παππού της Παπανικολάκη, και μου τον κρέμασε
εις τον λαιμό μου και μου είπε «αντρόπιαστος στον όρκο σου μέχρι
τελευταίας ρανίδος του αίματος, να τον τηρήσεις με πίστη καθαρό και
αμόλυντο και καλήν επάνοδο». Και απ’ αυτή την στιγμή, όχι πως τον
προσκυνούσα μόνο με τα χείλη μου, τον λάτρευα με την καρδιά μου και τον
λατρεύω.
Κατά την ώρα που αναχωρήσαμε για να στρατωνιστούμε για
τα Πεζά, παρουσιαστήκαμε προς κατάταξιν ο καθένας όπου ανήκε, όπου με
είχαν πάρει σε μετεκπαίδευση πριν δυο μήνες σε κατάταξη, ομάς Διοικήσεως
Β΄ Τάγματος, 43 Συντάγματος, 5ης Μεραρχίας. Έλαβα το σημείωμα και προς
κατεύθυνση καταυλισμό Κατσαμπά προς παραλαβήν τα ιερά σκεύη της εποχής,
τηλέφωνα τύπου Α΄ εκστρατείας, πίνακα 24, διευθείων(;) (διευθύνσεων;),
ηλιογράφο, βιβλία καταχωρήσεως διαβιβάσεως, οπτικό, καλώδια, εργαλεία
και πολεμικά δημόσια είδη, και έγινε αγιασμός και χρεωστικό. Εγονατίσαμε
δια ασπασμού, διότι εκεί οφείλετο όλη η λειτουργία πολέμου…
Αναχώρηση από Κρήτη – Αθήνα –Αμύνταιο
Πορεία προς το μέτωπο
3
Νοεμβρίου 1940 αναχωρήσεις και επιβίβασις διανυκτέρευσις σε 35 χιλιάδες
πεζικό, πυροβολικό πεδινό, ορειβατικό απ’ όλα τα σώματα ασφαλείας,
Ναυτικό, υποβρύχιο, αεροπορία, σε 16 βαπόρια προς εκκίνηση,
εμπροσθοφυλακή, οπισθοφυλακή, πλαγιοφυλακή. Ώρα αναχωρήσεως 7 προ
μεσημβρία, εβάρεσαν οι σειρήνες των βαποριών προς εκκίνησιν. Όπως
αντικρίσαμε σε αποχαιρετισμό την αγαπημένη μας πατρίδα (εννοεί την
Κρήτη), εβόγγιξαν και κατάβρεξαν με κλάματα όλος ο πληθυσμός της
πρωτευούσης (εννοεί το Ηράκλειο) και από χωριά σε όλη την προκυμαία,
όπου μας σκέπασε νεφέλη με δάκρια πικρίας και εμείς ερίξαμε πυρά
παρηγορίας, εδώ είμεθα και μη φοβάστε.
Τρίτη πρωί εφθάσαμε προ
του λιμένος (εννοεί τον Πειραιά) και μέχρι να δώσουν σήμα ο ασύρματος,
προφτάνομε στο ναρκολιμένα σε κίνδυνο, διαταχθήκαμε να φορέσομε τα
σωσίβια. Πρώτος κίνδυνος, μας ασφάλισε η χάρη του Σταυρού στα 30 μέτρα
όπου απόσυραν τις νάρκες και εισήλθαμε στον λιμένα χωρίς διακοπή. Μας
έκαμε μεγάλη εντύπωση η απότομη διακοπή των βαποριών, μέγα θαύμα, Θεού
θέλοντος και αποβιβαστήκαμε και προς παρέλαση στην πρωτεύουσα (Αθήνα)
μέχρι Χαϊδάρι και για ενθάρρυνση της πρωτευούσης και καταβλιστήκαμε και
μας πρόσφεραν παντός είδους δώρα, μέχρι βελόνα, γάνθια, πιλόβερ,
κουκούλες, τσιγάρα Παπαστράτος. Αναχώρησις, 7 Νοεμβρίου από την
πρωτεύουσα με 360 βαγόνια τρένων. Εταξιδεύαμε δυο νύχτες και 1 ½ μέρα.
Εφθάσαμε στο Αμύνταιο και από κει μας οδήγησαν για τον Γολγοθά με πλήρες
φορτίο. Πορείες, οδοιπορίες, εξεκινήσαμε τις πρωινές ώρες μέχρι το
βράδυ σύψωμα(;). Εφτάσαμε σούρουπο, εκαταβλισθήκαμε προ της Ολυμπιάδος
εις την όχθην εις χείμαρρο ποταμό και το πρωί είμεθα σκεπασμένοι από
χιόνια και έτσι μετακινηθήκαμε εις λόφο τινά, όπου εκαλύπτετο από
βελανιδιές.
Συνεχίζοντας οι χιονοπτώσεις, εισήλθαμε εις
Ολυμπιάδα. Συνεχίζοντας η μία πορεία στην άλλη, μακράν του εχθρού,
έτερος καταυλισμός, έξω του Βορικού και μετά επήγαμε σε μια δασωμένη
περιοχή από έλατα, πεύκα και οξιές. Καταυλισμός, απλώνοντας εις βάλτα
κλαδιά για στρωσούδια και περνώντας την Καστοριά εκαταυλιστήκαμε σε
λιμνωμένα εδάφη. Το «όχι» το ήθελαν να μας κακοποιήσουν, να προσβάλουν
την υγεία, ήθελαν να μας σκληραγωγήσουν για να αντέξομε το μαρτύριο όπου
μας εμέλλετο. Εκατασκηνώσαμε, δεν είχαμε ούτε κλαδιά για να πλαγιάσομε,
καθήμενοι εις τον γυλιό διανυκτερεύσαμε και μετά το αύριο αναχωρήσαμε
για το Άργος Ορεστικό, στρατωνισμός μια νύχτα, και μετά αναχωρήσαμε εις
Δεσπηλιό, σε ωρία στάση, Κολοκυθού, Μεσοποταμία, σε σφοδρές
βροχοπτώσεις, ταπί, τα έξω εγμένα για σκέπασμα αχερόνδες(;) (άχυρα;) και
το πρωί τα ξαναφορέσαμε τα βρεγμένα και αναχωρήσαμε για την Κορομηλιά
κατεπείγον(τως), σύντομη πορεία άνευ τροφοδοσίας, ό,τι φάγαμε και ό,τι
πήραμε από το Άργος. Έξι ημερόνυχτα πορείες άνευ τροφοδοσίας, Αγία
Κυριακή, Άγιος Δημήτριος, τέρμα Ιεροπηγή, ελληνικά εδάφη σε δική μας
Μακεδονία.
Μπαίνουν στην Αλβανία
Πρώτο αλβανικό Μπίγλιστα,
και ωρία στάση, για τον πονόψυχο 5 ελιές και μισή γαλέτα. Και τώρα
είμεθα εις την περιοχήν του «Γολγοθά». Επροχωρήσαμεν προ της Κορυτσάς
εις χωρίον Πλιάσα εις λείψανα προμάχων. Εκεί στρατωνιστήκαμε, είχε πάει
στρατοπεδία για φαγητό και ξηρά τροφή και συνεχίσαμε προς παρέλασιν της
Κορυτσάς με βαριές χιονοπτώσεις και μετά μας ζήτησαν προς ενίσχυσιν για
το Ελβασάν, πορεία μια μέρα. Τις βραδινές ώρες αναστέλλεται η διαταγή,
οπίσω για την Κορυτσά, μια νύχτα και μια μέρα προς αναζήτησιν ενίσχυσης
προς Μοσχόπολη.
Στρατωνισμός εις Τεπετζίκ και διαταχτήκαμε σε
έλπουσα γραμμή και εκεί επικοινωνήσαμε σε καλές ειδήσεις «αποκλεισμός»
χιόνων, εις επιστροφήν συνάντηση λύκων και προκαλέσαμε συναγερμό δια την
μάχην λύκων, κατάπαυση εις παραξηγήσεις, και τώρα γεννάται μια ερώτηση
το πώς εδώ το πώς εκεί η Πέμπτη Μεραρχία Κρητών ήτο διατεθειμένη
εφεδρικιά και είμεθα εν αναμονή και επροχωρήσαμε για το Φλόκι, άλλοι
εξερχόμενοι και άλλοι εισερχόμενοι. Το Β΄ Τάγμα για το Φλόκι,
στρατωνισμός για μια βραδιά, για να προχωρήσομε για το Φλόκι ήτο αδύνατο
λόγω βαρυτάτης χιόνος, τα φορτηγά οχήματα έγιναν αλυσιδοφόρα,
προχωρούσε ο μπολτοζέρης προς διάνοιξη οδού και το πεζικό ακολουθούσε.
Φτάνοντας 10 η ώρα μμ εις στρατωνισμό, εισήλθαμε εις μία αίθουσα 60
άτομα. Όπως είμεθα, όχι ξάπλα, κουκουβιστοί, αποκοιμηθήκαμε, δεν ήτο
ύπνος, ήτο νέκρωσις, σε δυο –τρεις ώρες λιποθύμησαν το ½ λόγω έλλειψης
οξυγόνου…
Μάχες και γεγονότα
…Τις 18/2/41 η συμμαχία
Μερτζικοράνης, 19 επιθέσεις και αντεπιθέσεις και εκεί διαταχθείς διακοπή
πολυβόλου, τι άραγε σήμαινε αλλαγή κάνης σε υπερβολική θέρμανση, και
εκεί τι ρόλο έπαιξε η σημαία και η σάλπιγγα, η μάχη εγινότανε κύμα και
αντικύμα μέσα στη συμμαχία, 9 φορές επίθεση και 9 αντεπίθεση, η 19 έφερε
τη Νίκη. Εις την προχώρηση ο Σαλπιχτής βαρούσε το «προχωρείτε»!, για να
μη ντροπιαστείτε. Η σημαία εκυματούσε, όταν υποχωρούσαμε η σημαία
επενθούσε και ο Σημαιοφόρος έπεφτε χάμε και εθρηνούσε…
…Βόμβα βαριά μας ρίξανε στο προκεχωρημένο,
κι επτά νεκροί με πέτρωσαν, σαν ίντα θα ’νημένω.
Η βόμβα βράχο γύρισε σε άλλο και πλακώνει,
και στρατιώτης φώναξε, αζωντανός ακόμη.
Και Άι Γιώργης μούδωσε φώτιση να τον σώσω,
η χέρα του για να κοπεί, να τον ελευθερώσω.
Τη χέρα του την έδεσα, ’πό κάτω απ’ τη μασχάλη,
στον άγκωνα την έκοψα να τον ελευθερώσω.
Τραυματιοφορείς ’δοποίησα, γρήγορα για να ’ρθούνε,
και πήρα τον στην πλάτη μου, κι όπου συναντηθούμε.
Δεν άντεξε ο δυστυχής, ήτο η καρδιά σκασμένη,
κι ο μαύρος εξεψύχησε στην πλάτη μου και μένει.
Η μοίρα το ’χενε γραφτό, στο βράχο να ’κουμπήσει,
κι αν δεν εσκόντεφνε εκεί, και τρεις νεκρούς θα ’φήσει.
Κι είπα, η χάρη του Σταυρού, εμπόδιο του φέρνει,
και για τους δυο τηλεφωνητές, παράταση τους φέρνει.
Και δεύτερη μας ρίξανε, πολύ πετυχεμένος,
του Αναγνωστάκη τη σκηνή, μα ήτο μισεμένος…
…Το 5ο Κέντρο, άμα δροικάς την εποχή εκείνη,
έπαιξε ρόλο ξακουστό, ενθύμιο να μείνει.
Θα γράψω ολίγα ιστορικά, ανάμνηση να ’φήσουν,
να τα διαβάσουν αγωνιστές, να μη τ’ αλησμονήσουν.
Κουρή το Τάγμα λέγανε, νύχτα και την ημέρα,
και όσοι το δροικούσανε, επαίρνανε αέρα.
Κι ο Ταγματάρχης δροίκαγε, όλα τ’ αφρουκάτο,
και Σφακιανός καταγωγή ήτο και το καυχάτο.
Κι επιτελάρχη είχαμε τον Κάβο απ’ τα Ανώγεια,
αυτός που εδιεύθυνε όλα τα πολυβόλα.
Και σταθμάρχη είχαμε Ζαρό καταγωγή του,
και αυτοθυσιάζετο, μέχρι να βγει η ψυχή του (Δ. Λεμονάκης)
Και τρεις βαθμούς του έδωσαν για την αυτοθυσία,
και τον εδιατάξανε να πάρει Διμοιρία…
…γεννάται το ερώτημα,… τι προβλέπαμε, ένα τα εκατό ότι θα γυρίζαμε εν τη ζωή και ενενήντα εννιά προς τον θάνατο.
1ον μας έτρωγε η ψείρα,
2ον η παγοπληξία,
3ον η αϋπνία,
4ον οι εκρήξεις των βομβών,
5ον οι όλμοι σα χαλάζι,
6ον οι εισβολείς ατομικών όπλων, χαλάζι χειροβομβίδων,
7ον αεροπορία βομβαρδισμών δια βομβών εγκαιροφλεγείς και κουρσοφλεγείς(;)
8ον δια βροχής βρεγμένοι,
9ον αποβιταμί(ν)ωση(;) τροφής,
δεν
μας έσωνε καμία δύναμις, ο ένας αιμορραούσε, διότι έτρωγε χιόνι να
σβήνει τη δίψα, ο άλλος δηλητηρίαση από ψείρες, άλλος από πνευμονία,
παράδειγμα τον Γεώργιο τον Ρεμαντωνάκη εκ χωρίου Γέργερη, άλλος
απέθνησκε από παγοπληξία, παράδειγμα εγώ ο ίδιος μια βραδιά,
περιπλανώμενοι προς επανασύνδεση γραμμής ως διαβιβασταί, ο Νίκος ο
Λεμπιδάκης και εγώ, και ήτο αδύνατον προς επικοινωνίαν, διότι είχε
ξεγυμνωθεί το καλώδιο και μες στα σκοτάδια ήτο αδύνατο στα 100 μέτρα,
εκατό φορές, γκρεμιζόμαστε από δαμάκους και άδικα(;) (άδεια;) και
αποτέλεσμα θα μας εκτελούσε λέει ο κ. Λιοναράκης (Λιονταράκης;),
αξιωματικός των Διαβιβάσεων…
Για μια στιγμή έχασα το συνάδελφό
μου, κάπου εβολεύθη, και εμέ με παράσερναν τα κύματα της χιόνος, όπου
αποφάσισα να πλαγιάσω στην ύπαιθρο της χιόνος, αλλά πάλι δεν θαρρεύτηκα,
… ανεγέρθην με τα πολλά, βρήκα ένα ατομικό χτισμένο με πέτρες σχήμα Π
και το είχε σκεπάσει με το αντίσκηνό του και ήτο μέσα, τον κλώτσησα δυο
τρεις φορές, αλλά μάταια, ήτο κατεψυγμένος και έτσι δε μύριζε, τον έσυρα
έξω και εισήλθα και πλάγιασα, τι χαρά εις μακαρία του για δε μου έκανε
τόπο, κοιμήθηκα φαίνεται ίσως καμιά ώρα, ίσως και παραπάνω και μάζεψα
τις ψείρες του, όπου τον είχαν εγκαταλείψει λόγω ψύχους. Έγινε
αντεπίθεση φωνάζοντας στα όπλα, εγέρθην και είχαν βουλώσει οι ψείρες τα
μάτια μου. Έριξε ο Κουρής ο Ταγματάρχης φωτοβολίδες κινδύνου, κόκκινη
και μετά πράσινη, ζητώντας πυροβολικό, και μετά λευκή, λήξις συναγερμού,
και έτσι ανεύρα και εγώ το αντίσκηνό μου. Ήτο παραξήγηση σκοπού, δε μας
έσωνε καμία δύναμις, ο άλλος αιμορροούσε διότι έτρωγε χιόνι να σβήνει
τη δίψα του, ο άλλος δηλητηρίαση από ψείρες, όπως αυτός ο Νίκος ο
Λεμπιδάκης, πήγε προς νοσηλείαν τρεις φορές από ψείρες. Άλλος τραβούσε
τα μαλλιά του από κρυοπαγήματα, και έτσι παρακαλούσαμε τον θάνατο, δε θα
’ρθη…
…Κι αυτός ετραυματίσθη και ανέβη προς βοήθειαν εις το
ανώγειον προς βοήθειαν ιατρών. Είχαμε χωθεί εις τα συντρίμμια της οικίας
και έφυγε για τα μετόπισθεν προς αναζήτησιν ιατρών και μετά την
νοσηλείαν ίσως ελαφρώς τραυματισμένος κατήλθε για το χωριό του (σ.
Γαλιά). Περνώντας από τα Καπαριανά ποδαρόδρομο, έδωσε το ανακοινωθέν για
τέσσερις φονευθέντες Ζαριανούς, Μιχαήλ Ζωγραφάκη, Κωνσταντίνο Σπανάκη,
Μιχαήλ Γιατρομανωλάκη και για τον διαβιβαστήν Δημ. Λεμονάκην, όπου
είχαμε γνωριστεί προ του βομβαρδισμού. Αυτούς γνωρίζω επακριβώς από το
Ζαρό, για άλλους δεν γνωρίζω (είπε).
Την προηγούμενη βραδιά, στις
σφοδρές μάχες στο 1178 ύψωμα, εμάχοντο σε λογχομαχία εν ελλείψει
πυρομαχικών και αφήνοντας στο τηλεφωνείο τον Σταθμάρχην Σπύρο
Γερογιάννην και είπα στον επιτελή του Τάγματος Ανθυπολοχαγόν Βογιάκη,
από το Τζερμιάδω, δεν πάμε και εμείς κανένα κιβώτιο σφαίρες, άκουσες τι
είπε ο επιλοχίας του Πέμπτου Λόχου, ότι συνάντησε μες στο σκοτάδι
πολυβόλο ιταλικό και εκάθισε να το εγχειριστεί (χειριστεί), όμως τον
πλάκαραν οι Ιταλοί με τσι υποκοπανιές και τον έκαμαν μαύρο, κι αν δεν
είχε ακόμη μια σφαίρα το μπιστόλι του, θα ’ταν σε άλλο κόσμο, ό,τι έπαθε
ο Λοχαγός όπου ετραυματίσθη και δεν τον πρόλαβαν να τον απομακρύνουν
από την μάχην, με την αντεπίθεσι τον αποκεφάλισαν και ήβραμε στο ξίφος
καρφωμένη την κεφαλή του.
Ετσά θα μας το κάμουν κι εμάς αν τους
ταιριάσει. Έκαμε δυο ώρες να μιλήσει, είχε τη γλώσσα του καταπιεί.
Πήραμε κι εμείς ο καθένας από ένα κιβώτιο, βαρούτσικο ήτο, ανάθεμά το,
40 οκάδες, και μακριά μας γαζώνανε οι σφαίρες σαν κωλοφωτιές
εμπρηστικές, ζουν, ζουν, ζουν και άστα δα, μόνο και σκοντεύναμε
(σκοντάφταμε) στα πτώματα των νεκρών, πέσε και σήκω, άμα εφτάσαμε στσι
πρόποδες της Τρεμπεσίνας, να πιάσωμε τις ρεματιές, τα αποθέσαμε, και
λέει δεν το κουνώ ρουπ. Τα περίλαβαν άλλοι και τα προώθησαν, δεν ήτο ο
κακομοίρης μαθημένος, Δικηγόρος είν’ αυτός, ίντα θες…
…Μόλις
ξεντύθη να τα φορέσει, του παράσυρα όλο του το σώμα. Τα φόρεσε και ετσά
ελάφρωκε, ώστε να ζω, μωρέ Λεμονάκη, θα σου καληνωρώ.’
Πηγή ➤
creteplus
Πηγή ➤