Διάφορες Αναρτήσεις

Translate Police-Voice

Police

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΚΑΛΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ...ΑΠΟ ΤΟ «ΜΠΟΥΡΑΝΙ» ΜΕΧΡΙ ΤΟ «ΓΑΜΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ» Τα έθιμα της Αποκριάς από όλη την Ελλάδα..ΦΩΤΟ



Police-Voice blog ➤Μπορεί οι πόλεις της Πάτρας, του Ρεθύμνου και της Ξάνθης να είναι πανελληνίως -και όχι μόνο-γνωστές για τον τρόπο που γιορτάζουν το Καρναβάλι, ωστόσο σε πολλές πόλεις της Ελλάδας η Αποκριά και η Καθαρά Δευτέρα είναι η περίοδος που αναβιώνουν παραδοσιακά έθιμα και γιορτές, πολλές από τις οποίες έχουν την αφετηρία τους ακόμη και στην περίοδο των ελληνιστικών χρόνων

Εθιμα που διακωμωδούν, παραδόσεις που συνδέονται με ιστορικές μνήμες των τοπικών κοινωνιών, δρώμενα που ανακαλούν στην μνήμη στιγμές από το παρελθόν, αναβιώνουν και έχουν ένα κοινό στόχο: Την συμμετοχή εν τέλει σε μια γιορτή που συνδέει τους ανθρώπους και προσφέρει -όπως κάθε γιορτή άλλωστε- την ευκαιρία για ψυχαγωγία, και μια διέξοδο από την πεζή και ίσως σκληρή, πολλές φορές πραγματικότητα.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ σας παρουσιάζει την άλλη Αποκριά και Καθαρά Δευτέρα έτσι όπως γιορτάζονται στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Το «Μπουρανί» στον Τύρναβο
Ίσως πρόκειται για το πλέον «προχωρημένο» έθιμο της Αποκριάς, που μπορεί να μας κάνει να κοκκινίσουμε από πουριτανισμό και αμηχανία αν είμαστε σεμνότυφοι και συντηρητικοί ή να μας κάνει να ξεκαρδιστούμε στα γέλια και να διασκεδάσουμε με την καρδιά μας, αν είμαστε άνετοι με τις σόκιν καταστάσεις.
Αυτό είναι το έθιμο του «Μπουρανί», που την Καθαρή Δευτέρα προσκαλεί μικρούς και μεγάλους στον Τύρναβο, σε ένα ξεφάντωμα κεφιού, όπου μέσα από μια παράδοση από την αρχαία Ελλάδα, σπάει τα ταμπού, αναβιώνει τη Διονυσιακή λατρεία, και γιορτάζει την Αποκριά, αποθεώνοντας… τους φαλλούς!
Επί της ουσίας, το «Μπουρανί» είναι η γιορτή του φαλλού, συμβολίζει την αναπαραγωγή και την ευτεκνία. Το έθιμο ορίζει (θα το διαπιστώσετε αν πάτε την Καθαρή Δευτέρα στον Τύρναβο) τους άντρες να κρατούν στα χέρια τους φαλλούς, σαν σκήπτρα, φτιαγμένα από ξύλο ή πηλό και να περιφέρονται στους δρόμους και τις πλατείες.
Στιγμιότυπο από το «Μπουρανί» στον Τύρναβο
Οι ρίζες του εθίμου χάνονται στο χρόνο αλλά τα πρώτα στοιχεία για την τέλεση του εθίμου εμφανίζονται το 1898 και υπάρχουν δυο εκδοχές.
Η πρώτη αναφέρει ότι οι ρίζες του βρίσκονται στα αρχαία Ελλάδα και σε γιορτές όπως τα Διονύσια, τα Αφροδίσια και τα Θεσμοφόρια. Το ποτό έρρεε άφθονο και οι «άσεμνε» πράξεις και συνευρέσεις εξυμνούνταν κατά τη διάρκεια των Βακχικών τελετών.
Η δεύτερη εκδοχή αναφέρει ότι οι Τυρναβίτες πήγαιναν στο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, σε μορφή πομπής, έστρωναν στο δρόμο διάφορα φαγητά και μια φιάλη σε σχήμα φαλλού με κρασί. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας «νικητής» ήταν αυτός που θα μεθούσε περισσότερο και «στεφόταν» από τους κατοίκους «Βασιλιάς της Αποκριάς».
Σύμβολο του Τυρναβίτικου καρναβαλιού ήταν και παραμένει ο φαλλός. Τεράστιες κατασκευές, σε διαφορετικά χρώματα, είτε από πηλό είτε από πλαστικό ή σε μορφή μπαλονιών «έντυναν» ανέκαθεν την εκδήλωση και τους εορτασμούς. Όσο κι αν προσπάθησαν κάποιοι να λογοκρίνουν το πανηγύρι, οι κάτοικοι αντιδρούσαν καις συνέχιζαν τους εορτασμούς και πρόσθεσαν την παρέλαση από μεγάλα άρματα, με θέματα εμπνευσμένα από τις παραδόσεις αλλά και από την επικαιρότητα. Όλες οι εκδηλώσεις κορυφώνονται την Καθαρή Δευτέρα.
Το έθιμο των φανών στην Κοζάνη
Το χαρακτηριστικά της Κοζανίτικης αποκριάς είναι οι Φανοί. Είναι φωτιές που ανάβουν στης γειτονιές της πόλης και γύρω τους στήνεται ένα γλέντι με χορό και προπαντός τραγούδι. Οι φανοί της Κοζάνης στηρίζονται στην αυθόρμητη συμμετοχή των κατοίκων της, αυτοί τον ετοιμάζουν και αυτοί πρωτοστατούν στο γλέντι με τα παραδοσιακά αποκριάτικα τραγούδια η τα λεγόμενα «ξινέτροπα η τα σκωπτικά», φυσικά υπό τους ήχους των πνευστών και των χάλκινων.
Κεντρικό στοιχείο της αποκριάς, είναι οι φανοί, δηλαδή οι φωτιές που συμβολίζουν τον εξαγνισμό, τη λατρεία της φύσης που ανανεώνεται και ξαναγεννιέται σηματοδοτώντας το καλωσόρισμα της άνοιξης και την έναρξη της καρποφορίας της γης.
Το έθιμο των φανών αναβιώνει στην Κοζάνη
Ο Φανός ανάβει κατά τις 8 το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς, κι αμέσως ξεκινούν το τραγούδι κι ο χορός γύρω του. Το κέφι αρχίζει να ανεβαίνει σιγά-σιγά και, καθώς το κρασί και οι παραδοσιακές κοζανίτικες πίτες -τα γνωστά «κιχί»- κυκλοφορούν και ζεσταίνουν πνεύμα και πόδια, οι κύκλοι γύρω απ' το βωμό μεγαλώνουν και πληθαίνουν. Τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο, άλλοτε γρήγορα και πολυφωνικά, και άλλοτε βαριά, μονότονα, σε χρόνο αργό και συρτό. Ακούγονται τραγούδια της αγάπης και του έρωτα, και ορισμένα εμπνευσμένα από τα κατορθώματα των κλεφτών κατά την Επανάσταση. Επίσης άλλα τραγούδια που είναι σκωπτικά και διακωμωδούν άνδρες και γυναίκες και μερικά που είναι μόνο για μεγάλους τα λεγόμενα ''ξινέντροπα'' όπως τα λένε στην Κοζάνη. Είναι πολύ αθυρόστομα και τραγουδιούνται αργά το βράδυ, «τις ώρες δηλαδή που τα παλιά τα χρόνια οι γυναίκες με τα παιδιά επέστρεφαν στα σπίτια τους».
Στο τραγούδι των φανών κυρίαρχος είναι ο ρόλος του κορυφαίου τραγουδιστή, ο οποίος τραγουδά συγκεκριμένα τραγούδια που λέγονται μόνο στο εορταστικό δωδεκαήμερο και την Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς. Οι παρευρισκόμενοι σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω από τη φωτιά και τον κορυφαίο τραγουδιστή και με ρυθμικό τρόπο επαναλαμβάνουν τα λόγια του υπό το χτύπημα των χεριών τους. Την Κυριακή της Αποκριάς ανάβουν ταυτόχρονα και οι δεκαπέντε φανοί της πόλης με τον δήμαρχο να δίνει το έναυσμα της γιορτής με το άναμμα του φανού στην κεντρική πλατεία όπου ο ίδιος υπό τους ήχους των πνευστών και χάλκινων θα χορέψει και τον πιο γνωστό αποκριάτικο σκοπό της περιοχής το περίφημο «εντεκα». Σε ότι αφορά την καταγωγή του εθίμου, πολλοί μελετητές της λαογραφίας υποστηρίζουν την άμεση σύνδεσή του με τις αρχαίες διονυσιακές γιορτές, και τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια. Οι αλλαγές που έχει υποστεί το έθιμο κατά την διάρκεια του χρόνου του έχει προσδώσει περισσότερη αίγλη και έχει αγαπηθεί από χιλιάδες επισκέπτες που φθάνουν στην Κοζάνη έστω για μια φορά να τραγουδήσουν τα ερωτικά και τα «βρώμικα» τραγούδια των φανών και να χορέψουν υπό τους ήχους των χάλκινων γύρω από την φωτιά.
Αμφισσα: Τα στοιχειά της Χάρμαινας
Οι θρύλοι για τα «στοιχειά» έχουν μεγάλη διάδοση στην περιοχή. Λέγεται πως τα «στοιχειά» αποτελούν ψυχές σκοτωμένων ανθρώπων ή ζώων που τριγυρίζουν στην περιοχή. Το σπουδαιότερο στοιχειό που είναι συνδεδεμένο με την παράδοση είναι το στοιχειό της «Χάρμαινας».
Τότε που τα παραμύθια ήτανε ακόμα αλήθεια, ζούσε στην Άμφισσα ένα παλικάρι, ο Κωνσταντής. Ήτανε ένας όμορφος, ψηλός και περήφανος νέος, αλλά πάνω απ' όλα ειλικρινής και ντόμπρος. Δούλευε στο βυρσοδεψείο του θείου του, στη Χάρμαινα. Μοχθούσε καθημερινά για να βγάλει το ψωμί του, αλλά δεν τον ένοιαζε, ούτε η σκληρή δουλειά, ούτε η φτώχεια. Αγαπούσε την Λενιώ και ήταν ευτυχισμένος.
Η Λενιώ, ήταν όμορφη, καλοσυνάτη νέα, χωρίς κανένα ψεγάδι πάνω της. Βοηθούσε στ΄ αμπέλια και στα ελαιόδεντρα που είχε ο πατέρας της. Ήταν μοναχοθυγατέρα και ανεκτίμητη για τους γονείς της. Αγαπούσε τον Κωνσταντή και λαχταρούσε να τον συναντήσει, στο Κάστρο της Ωριάς. Οι δύο νέοι ήταν ερωτευμένοι και έπλαθαν όνειρα για το μέλλον τους. Η ζωή απλωνόταν μπροστά τους και τους χαμογελούσε. Πίστευαν ότι τίποτα δεν μπορούσε, να τους αρπάξει την ευτυχία τους.
«Τα στοιχειά της Χάρμαινας» στην Άμφισσα
Ένα πρωί ο Κωνσταντής φόρτωσε το κάρο του με ολοκαίνουργα δέρματα και έφυγε από την πόλη. Έπρεπε να παραδώσει τα εμπορεύματα και ν΄ αγοράσει εργαλεία, απαραίτητα για την δουλειά του. Περιόδευε από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό για βδομάδες και οι παραγγελίες των δερμάτων ολοένα αυξανόταν. Όλες του οι προσπάθειες, δεν πήγανε στράφι και μετά από κάμποσο καιρό γύρισε στην Άμφισσα μ' ένα δαχτυλίδι για την αγαπημένη του. Έτρεξε ανυπόμονα στο σπίτι της Λενιώς για να την ζητήσει, από τον πατέρα της, σε γάμο. Πλησιάζοντας τον «ζώσανε τα φίδια», γιατί το σπίτι έστεκε αλλόκοτο. Ήταν αμπαρωμένο και μια σκιά θανάτου πλανιόταν στον αέρα.
Έμαθε από τους γείτονες και τον καρδιακό του φίλο Γιάννο, τον απρόσμενο θάνατο της αγαπημένης του. Η Λενιώ, είχε πάει στην Πηγή της Χάρμαινας, για να γεμίσει την στάμνα της δροσερό νερό. Ξαφνικά, χάλασε ο καιρός και άρχισαν να πέφτουν αστραπές και κεραυνοί. Μια καταρρακτώδης βροχή πλημμύρισε τους χωματόδρομους. Άρχισε να σουρουπώνει, ερημιά, ψυχή δεν φαινόταν τριγύρω. Ήταν μόνη της κάτω από τα γέρικα πλατάνια. Ο αέρας φυσούσε με μανία και τίποτα δεν άφηνε όρθιο. Δεν πρόλαβε να φύγει. Ένας κεραυνός τη χτύπησε και σωριάστηκε εκεί, στην πηγή τους, μ' ένα φρεσκοκομμένο ματσάκι γιασεμί, να ανεμίζει στα μακριά μαλλιά της.
Οι γονείς της Λενιώς, βουτήχτηκαν σε λύπη βαθιά. Μη μπορώντας ν' αντέξουν το θάνατο της μονάκριβης θυγατέρας τους, πούλησαν το βιο τους, κακήν κακώς και πήραν των ομματιών τους και έφυγαν από την πόλη.
Η λύπη και ο πόνος τρύπωσαν στην καρδιά του Κωνσταντή. Ένιωθε ανήμπορος, μπρος στο θάνατο, μετέωρος. Δεν μπόρεσε να αντέξει τον άδικο χαμό της αγαπημένης του και ράγισε η καρδιά του. Την άλλη μέρα, βρήκαν το άψυχο σώμα του κάτω από το Κάστρο της πόλης. Η όψη του ήταν γαλήνια και ένα αχνό χαμόγελο, διαγραφόταν στο πρόσωπό του. Πίστευε ότι η ψυχή του θα ενωνόταν με την αγαπημένη του Λενιώ. Έτσι, θα μπορούσε να την έχει για πάντα κοντά του, χωρίς να φοβάται ότι θα πάψει να την αγαπάει. Η θρησκεία δεν τον δέχτηκε στην αγκαλιά της και καταδικάστηκε να περιπλανιέται. Από τότε, ο Κωνσταντής στοίχειωσε και καταφεύγει στο λημέρι του, την Πηγή της Χάρμαινας. Μοιρολογεί για τα νιάτα που δεν έζησε, θρηνεί για την αγάπη που έχασε.
Το Στοιχείο της Χάρμαινας, ήταν ένα ανθρωπόμορφο τέρας, πανύψηλο, με μακρουλά χέρια. Είχε άγριο και φριχτό παρουσιαστικό. Φύλαγε την Πηγή της Χάρμαινας, που δούλευαν οι ταμπάκηδες της πόλης και τους προστάτευε από κάθε κακό και από τ' άλλα στοιχειά της περιοχής. Γιατί, τους αγαπούσε τους βυρσοδέψες, τους ένιωθε δικούς του ανθρώπους. Κι όταν κάποιος απ' αυτούς, ήταν ετοιμοθάνατος, τότε γύριζε έξω από το σπίτι του και άρχιζε ένα αξιοθρήνητο ουρλιαχτό πόνου.
Όταν το έζωνε η μοναξιά, το στοιχειό, έβγαινε από το ησυχαστήριο του και περιφερόταν από σοκάκι σε σοκάκι, βγάζοντας άγριες στριγκλιές και βογκητά. Μαζί με τα ουρλιαχτά ακούγονταν και περίεργοι θόρυβοι και σύρσιμο από αλυσίδες.
Ακολουθούσε πάντα την ίδια διαδρομή. Περνούσε από το σπίτι της Λενιώς, από το πατρικό του και από τα σπίτια των φίλων του. Τότε ο κόσμος κλειδαμπαρωνόταν στα σπίτια τους και γεμάτοι φόβο, προσεύχονταν στο Θεό να τους φυλάει.
Στην Άμφισσα τότε, εκτός από το Χαρμαινιώτικο, υπήρχαν και άλλα στοιχειά. Το καθένα από αυτά, προστάτευε κάποια πηγή νερού, κάποια συνοικία, τους αμπελώνες, τα ελαιόδεντρα κα. Πολλές φορές τα στοιχειά συγκρούονταν μεταξύ τους και πάλευαν μερόνυχτα ολόκληρα. Πάντα όμως νικούσε το Χαρμαινιώτικο, γιατί ήταν το πιο δυνατό και έξυπνο. Η πάλη γινόταν στην Χάρμαινα, κάτω από τα πλατάνια και τα πεύκα. Οι Αμφισσιώτες φοβόνταν και δεν ''έβγαζαν μύτη'' κατά την διάρκεια του αγώνα. Περίμεναν καρτερικά, ώσπου να τελειώσουν όλα και να σταματήσουν οι κραυγές και τα ουρλιαχτά των στοιχειών.
Μετά από τα τριπλάσια χρόνια της ηλικίας του Κωνσταντή και της Λενιώς μαζί, το Στοιχειό της Χάρμαινας, ησύχασε, καταλάγιασε. Έπαψε να φοβίζει τους ανθρώπους. Φαίνεται, ότι ο Θεός το συγχώρησε.
Το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς αναβιώνει στην Άμφισσα ο θρύλος του «στοιχειού». Από τη συνοικία Χάρμαινα, όπου βρίσκονται τα παλιά Ταμπάκικα, και τα σκαλιά του Αη Νικόλα κατεβαίνει το «στοιχειό» και μαζί ακολουθούν νεράιδες, ξωτικά, σκιάχτρα και άλλα αλλόκοτα πλάσματα.
«Αλευρομουτζουρώματα» στο Γαλαξίδι
«Αλευρομουτζουρώματα» στο Γαλαξιδι

Στο Γαλαξίδι, την Καθαρή Δευτέρα παίζουν «αλευροπόλεμο». Αυτό το έθιμο διατηρείται από το 1801. Εκείνα τα χρόνια, παρόλο που το Γαλαξίδι τελούσε υπό την τουρκική κατοχή, όλοι οι κάτοικοι περίμεναν τις Αποκριές για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους. Ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άντρες. Φορούσαν μάσκες ή απλώς έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο. Στη συνέχεια προστέθηκε το αλεύρι, το λουλάκι, το βερνίκι των παπουτσιών και η ώχρα. Στο μουντζούρωμα συμμετέχουν όλοι, ανεξαιρέτως ηλικίας.
Ο «βλάχικος γάμος» της Θήβας
Κάθε Καθαρή Δευτέρα γίνεται αναπαράσταση του Βλάχικου Γάμου. Είναι ένα έθιμο που έχει τις ρίζες περίπου στο 1830, μετά την απελευθέρωση των ορεινών περιοχών. Οι Βλάχοι, δηλαδή οι τσοπάνηδες από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη, εγκατέλειψαν τότε την άγονη γη τους και βρήκαν γόνιμο έδαφος νοτιότερα.
Ο «βλάχικος γάμος» της Θήβας
Η γιορτή ξεκινά την Τσικνοπέμπτη, συνεχίζεται την Κυριακή το απόγευμα με το χορό των συμπεθέρων και το προξενιό στην κεντρική πλατεία της πόλης. Την επόμενη γίνονται τα αρραβωνιάσματα του ζευγαριού, η παράδοση των προικιών, το ξύρισμα γαμπρού και το στόλισμα της νύφης.
Οι «Γέροι» της Σκύρου
Με την αρχή του Τριωδίου και κάθε Σαββατοκύριακο των ημερών της Αποκριάς, το έθιμο του νησιού θέλει τον «γέρο» και την «κορέλα» να βγαίνουν στους δρόμους και να δίνουν μια ξεχωριστή εικόνα των ημερών.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, κάποτε στη Σκύρο ένας γέρος με τη γριά του είχαν λίγα κατσίκια. Όμως μια νύχτα του χειμώνα έπεσε στο βουνό χιόνι και άγρια παγωνιά και όλα τους τα ζώα πέθαναν. Απελπισμένος ο γέρος βοσκός ζώστηκε τα κουδούνια και τα τομάρια των πεθαμένων ζώων του και μαζί με τη γυναίκα του (κορέλα) κατέβηκαν μέχρι τη Χώρα. Οι χτύποι των κουδουνιών έφεραν στους συγχωριανούς το μήνυμα της καταστροφής.
Οι «Γέροι» της Σκύρου
Ο Γέρος φοράει άσπρο μάλλινο παντελόνι, φαρδύ από το γόνατο και πάνω, (το τυπικό παντελόνι των βοσκών του νησιού), άσπρες κάλτσες που τις στερεώνει κάτω από το γόνατο με μαύρες καλτσοδέτες, σανδάλια με πλεχτά δερμάτινα λουριά και μαύρη κάπα, την οποία φοράει ανάποδα, ώστε το τριχωτό μέρος να είναι απ' έξω. Μέσα από την κάπα στερεώνει κουρέλια στην πλάτη, που δημιουργούν μια ψεύτικη καμπούρα. Στη μέση του στερεώνει 2-3 σειρές κουδούνια, το βάρος των οποίων μπορεί να φτάσει και τα 50 κιλά. Τα κουδούνια δεν είναι όλα ίδια, άλλα είναι μικρά, άλλα μεγάλα με διαφορετικό σχέδιο και ήχο. Η μεταμφίεση ολοκληρώνεται με τη “μουτσούνα”, τη μάσκα δηλαδή, η οποία είναι ολόκληρο το τομάρι ενός μικρού κατσικιού και φοριέται με την τριχωτή πλευρά προς τα έξω. Όταν στερεωθεί καλά η μάσκα, η οποία έχει δυο μικρές τρύπες για μάτια, φοριέται η κουκούλα της κάπας. Στο τέλος, αφού βάλει και ένα ωραίο μαντίλι στο λαιμό, στολισμένο με τα πρώτα ανοιξιάτικα λουλούδια, ο Γέρος παίρνει τη γκλίτσα του και είναι έτοιμος!
«Μακαρούνα» της Καρύστου
Ένα παλιό αποκριάτικο έθιμο της Νότιας Εύβοιας είναι το έθιμο του «Μακαρούνα». Σύμφωνα με την παράδοση ο «Μακαρούνας» ήταν ένας άντρας με πολύ ανεπτυγμένη σεξουαλική δράση που προφανώς οφείλονταν σε ανάλογες ικανότητες. Δεν άφηνε καμία γυναίκα παραπονεμένη. Όλες είχαν περάσει από τα χέρια του. Ανύπαντρες, παντρεμένες, χήρες και ζωντοχήρες, νέες, μεσόκοπες και γριές κι όλες είχαν να λένε μόνο καλά λόγια για τις επιδόσεις του. Ήρθε όμως η τελευταία Κυριακή της αποκριάς όπου σύμφωνα με τα έθιμα της Καρύστου φτιάχνουν ζυμαρικά (μακαρούνες). Ο «Μακαρούνας» έφαγε τόσο πολύ που έσκασε. Μέγας θρήνος ανάμεσα στο γυναικείο πληθυσμό.
Κάθε Καθαρή Δευτέρα λοιπόν μια ομάδα από καρναβαλιστές φτιάχνει το πτώμα του «Μακαρούνα», ένα σκιάχτρο με παλιά ρούχα παραγεμισμένα με άχυρα ή κουρέλια πάνω σε ένα πρόχειρο φορείο. Για να τονίσουν το κωμικό μέρος του εθίμου φροντίζουν να έχει μια τεράστια κοιλιά από το πολύ φαΐ κι ένα τεράστιο πέος να βγαίνει μέσα από το ξεκούμπωτο παντελόνι.
Αφού ετοιμάσουν τον νεκρό ετοιμάζονται και οι «γυναίκες» που θα τον μοιρολογήσουν. Ακολουθούν την πομπή στην οποία προηγείται ο παπάς και οι ψαλτάδες που ψέλνουν νεκρώσιμα μεν, αλλά παραλλαγμένα με πολύ καυστικό τρόπο, πίνοντας και οδυρόμενοι. Στη συνέχεια στήνεται τρικούβερτο γλέντι. Χορεύουν κρατώντας το «νεκρό» ψηλά και πίνοντας μέχρι τελικής πτώσεως.


Πηγή ➤

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου