Police-Voice blog ➤
Τα συνεχή δημοσιεύματα που αφορούν την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) που δίνουν την εντύπωση «πεδίου μάχης» και αναδύουν… δυσωδία που απογοητεύει όσους έχουν συναίσθηση της κρισιμότητας της υπηρεσίας για την ελληνική εθνική ασφάλεια, εγείρει το ερώτημα, εάν υπάρχει γνώση του τι συμβαίνει και του τι πρέπει να γίνει από το πολιτικό σύστημα της χώρας, ώστε η υπηρεσία να εξυγιανθεί και να επιτελέσει τον ρόλο της, όπως αυτός που επιτελούν οι αντίστοιχες υπηρεσίες σε όλα τα σοβαρά κράτη της υφηλίου, ιδίως δε αυτά που αντιμετωπίζουν πολύ
συγκεκριμένες απειλές ασφαλείας.
του Ζαχαρία Μίχα Διευθυντή Μελετών, Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ISDA-ΙΑΑΑ)
Όσο κι αν η κατάσταση μοιάζει να είναι εκτός ελέγχου, εάν το πολιτικό σύστημα της χώρας αποφασίσει να ξεκαθαρίσει την κατάσταση και να αποδώσει την υπηρεσία στην ελληνική κοινωνία, ώστε να ασχοληθεί με την ασφάλειά της, η αλήθεια είναι ότι γνώση και εμπειρία υπάρχει. Ένα μόνο παράδειγμα είναι η μελέτη που συνέταξε ο πρεσβευτής Παύλος Αποστολίδης, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο ΕΛΙΑΜΕΠ. Ο πρεσβευτής Αποστολίδης χρημάτισε ως διοικητής της ΕΥΠ και οι θέσεις του έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς αποτελούν προϊόν εμπειρίας και εξειδικευμένης ενασχόλησης, όχι απλή θεωρητική καταγραφή σκέψεων και προτάσεων.
Ο τίτλος της μελέτης είναι «Οι υπηρεσίες πληροφοριών στο εθνικό σύστημα ασφαλείας, η περίπτωση της ΕΥΠ» και εκδόθηκε από τη σειρά «ΕΛΙΑΜΕΠ: Εδικές Μελέτες». Η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί στο παρόν σημείωμα, είναι η καταγραφή-παρουσίαση χωρίων της μελέτης και ακολούθως ο σύντομος σχολιασμός και η διατύπωση ερωτημάτων.
Το θέμα είναι τεράστιο και προφανώς δεν μπορεί να εξαντληθεί στο πλαίσιο ενός άρθρου. Όμως, φιλοδοξία είναι η συνεισφορά στον δημόσιο διάλογο και κυρίως, να δοθεί κίνητρο πιο συστηματικής σκέψης επί του ζητήματος, καθώς πρόκειται για έναν πυλώνα ασφαλείας του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ο οποίος δεν τυγχάνει της μέριμνας και του ενδιαφέροντος που του αναλογεί. Στο τέλος, θα παρατεθεί όλη η μελέτη, αφού πραγματικά αξίζει να αναγνωστεί από όλους, καθώς εμπεριέχει πλήθος πληροφοριών, πολύ περισσοτέρων από τα τηλεγραφικά που θα αναφερθούν ακολούθως.
ΣΗΜΕΙΟ 1 «Εκτός από την ποιότητα των στελεχών, σημαντικός παράγων για τη στρατολόγηση πηγών είναι το κύρος και η επιρροή του κράτους προέλευσης στην ξένη χώρα και η δυνατότητα της Υπηρεσίας να πληρώνει σημαντικά ποσά για την άντληση κρισίµων πληροφοριών, διότι οι πληροφορίες σήμερα κοστίζουν.»
ΣΧΟΛΙΟ: Εκτιμάται, ότι πρόκειται για έμμεση αναφορά στη χρηματοδότηση της υπηρεσίας, η οποία αντιστοιχεί, σύμφωνα με στοιχεία που έχουν δει κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας σε ποσοστό 1-5% της αντίστοιχης των τουρκικών υπηρεσιών πληροφοριών. Προφανώς η ΕΥΠ δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί σε επίπεδο χρηματοδότησης την τουρκική ΜΙΤ, όμως, όποιο κριτήριο και να χρησιμοποιηθεί, τα κονδύλια που διατίθενται είναι παντελώς ανεπαρκή.
ΣΗΜΕΙΟ 2 «Η ‘μυστική διπλωματία’ είναι ένας άλλος τομέας στον οποίο χρησιμοποιούνται οι Υπηρεσίες, εάν τα εμπλεκόμενα σε µία υπόθεση κράτη επιθυμούν για 1) να µην αποκαλυφθούν οι επαφές για το συγκεκριμένο θέμα και 2) να µην εκτεθεί το επίσημο κράτος (Υπουργείο Εξωτερικών) ότι πραγματοποιεί επαφές.»
ΣΧΟΛΙΟ: Θα περίμενε κανείς, ότι από την εποχή της περίφημης «αποστρατιωτικοποίηση» της ΕΥΠ με την ανάληψη της ηγεσίας της από πολύπειρους πρεσβευτές (π.χ. Αποστολίδης, Κοραντής), ο συγκεκριμένος ρόλος της υπηρεσίας θα ενισχυόταν, όπως άλλωστε συμβαίνει με τους επικεφαλής των αντιστοίχων υπηρεσιών, στο σύνολο σχεδόν των χωρών που διαθέτουν αξιόλογες υπηρεσίες του είδους. Οι αξιωματούχοι των υπηρεσιών πληροφοριών έχουν οδηγήσει σε θεαματικά αποτελέσματα, καθώς δεν τους «βαραίνει» η δημοσιότητα η οποία υπαγορεύει συγκεκριμένους τρόπους δημόσιας και ιδιωτικής συμπεριφοράς. Για να αξιοποιηθεί όμως η δυνατότητα των υπηρεσιών να παίξουν τον ρόλο τους, απαιτείται να υπάρχει η αποκαλούμενη ως «κουλτούρα εθνικής ασφαλείας» σε θεσμικό επίπεδο, ώστε να αντιλαμβάνονται, τομέας στον οποίο η Ελλάδα ουδέποτε διακρίθηκε. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η Μέση Ανατολή και οι πολλαπλές πηγές που αναφέρουν εξαιρετικά στενές και ειλικρινείς σχέσεις, ενίοτε και προσωπική φιλία, ανάμεσα στους αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών αραβικών κρατών και εβραϊκού κράτους, ακόμα και σε εποχές όπου τα προβλήματα στην περιοχή απειλούσαν συστηματικά την ειρήνη και την ασφάλεια. Δεν έχει χαρακτηριστεί τυχαία ο ρόλος τους ως «η κρυφή διάσταση της Ιστορίας» (the hidden dimension of history), κάτι που κατέστη φανερό μεταψυχροπολεμικά, με το άνοιγμα των αρχείων μυστικών υπηρεσιών και τη δημοσίευση σημαντικών ιστορικών μελετών με επίκεντρο τις μυστικές υπηρεσίες.
ΣΗΜΕΙΟ 3 «Οι ‘πελάτες’ των Υπηρεσιών Πληροφοριών οφείλουν και επιδιώκουν να καθορίσουν στις τελευταίες ποιες πληροφορίες χρειάζονται. Μια Υπηρεσία Πληροφοριών μπορεί να ερμηνεύσει την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης από μόνη της και να συμπεραίνει απ’ αυτές τις προτεραιότητές της. Όμως, η µη παροχή συγκεκριμένων κατευθύνσεων οδηγεί στην έλλειψη συντονισμού και στη σπατάλη ανθρωπίνων και υλικών πόρων.»
ΣΧΟΛΙΟ: Ο αποκαλούμενος ως «καταναλωτής του προϊόντος» των μυστικών υπηρεσιών (consumer of Intelligence) στην Ελλάδα, παραδοσιακά, με τη συμπεριφορά του αποδεικνύει την έλλειψη «κουλτούρας ασφαλείας» σε θεσμικό επίπεδο. Η «κουλτούρα ασφάλειας» δεν αφορά μόνο το πολιτικό σύστημα, αλλά και την ίδια την κοινωνία. Διαφορετικά, η υπόθεση καταλήγει σε έναν φαύλο κύκλο, με την κοινωνία να «επιβραβεύει» τον πολιτικό που φωνασκεί αξιοποιώντας οτιδήποτε εξυπηρετεί τον ιδιοτελή πολιτικό του στόχο, χωρίς να υπάρχει ένα μίνιμουμ συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων για το αποδεκτό περιεχόμενο της πολιτικής διαμάχης. Αυτό οδηγεί σε αυτοκαταστροφικά για τα εθνικά συμφέροντα αποτελέσματα. Στη συνέχεια του σημειώματος, θα γίνει αναφορά και στην πολιτική εκμετάλλευση των υπηρεσιών, φαινόμενο πιο γνωστό ως «κομματισμός».
ΣΗΜΕΙΟ 4 «Η πληροφορία [πρέπει] να έχει σωστή διαβάθμιση ασφαλείας και προτεραιότητας. Πολλές Υπηρεσίες τείνουν να δώσουν ψηλό βαθμό ασφαλείας και προτεραιότητας, είτε για προστασία των πηγών τους, είτε, και επειδή οι πληροφορίες καθυστέρησαν να τύχουν επεξεργασίας ή έχουν ημερομηνία λήξης, µε αποτέλεσμα να εθίζονται οι παραλήπτες και να µη διακρίνουν τις σημαντικές πληροφορίες.»
ΣΧΟΛΙΟ: Είναι εξαιρετικά σύνηθες, οι γραφειοκρατίες, όχι δηλαδή ένα φαινόμενο που αφορά αποκλειστικά την ΕΥΠ, να κάνουν κατάχρηση στη διαβάθμιση εγγράφων, ενώ δεν περιέχουν κάποια πραγματικά απόρρητη πληροφορία. Ως αποτέλεσμα, ο «καταναλωτής» χάνει την όποια εμπιστοσύνη, του δημιουργείται στρεβλή εντύπωση για το προϊόν που παραλαμβάνει, εθίζεται να μην το διαχειρίζεται με προσοχή, με αποτέλεσμα να πλήττεται η εμπιστοσύνη ανάμεσα στα δύο μέρη, ενώ σε περίπτωση που κάποια στιγμή περιέχεται πραγματικά απόρρητη πληροφορία, να καθίσταται η διαρροή της πολύ πιο εύκολη.
ΣΗΜΕΙΟ 5 «Στο παρελθόν υπήρχε µια λανθάνουσα τάση, που δεν έχει εξανεμισθεί, οι πολιτικοί υπάλληλοι που προσλαμβάνονται να γίνονται υπάλληλοι γραφείου, δηλαδή αναλυτές, τον δε ρόλο των επιχειρησιακών να παίζουν αποσπώμενοι στην Υπηρεσία αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων και της Αστυνομίας. Οι αξιωματικοί, όσο ικανοί και αν είναι (γιατί υπεισέρχεται και εδώ η προτίμηση των ημετέρων αντί της επιλογής των καταλλήλων), ώσπου να αποκτήσουν πείρα, μετατίθενται και πάλι.
ΣΧΟΛΙΟ: Ο πολύπειρος πρεσβευτής θίγει τον πυρήνα του προβλήματος, που αφενός άπτεται της επιδίωξης κομματικού ελέγχου και αφετέρου θέτει θέμα ίδρυσης σώματος πληροφοριών π.χ. στις Ένοπλες Δυνάμεις, αφού ένα εξειδικευμένο αντικείμενο δεν μπορεί να αποτελεί ευκαιριακή ενασχόληση για έναν αξιωματικό.
ΣΗΜΕΙΟ 6 «Η ΕΥΠ έχει από το Νόμο το συντονιστικό ρόλο όσον αφορά τις πληροφορίες που αφορούν την ασφάλεια της χώρας (άρθρο 6 Ν.1645/1986 και Π.∆. 360/1992 άρθρο 6). Προβλέπεται και λειτουργεί Συμβούλιο Πληροφοριών υπό την Προεδρία του Διοικητή της ΕΥΠ, που αποτελείται από το Διευθυντή της ∆∆ΣΠ/ΓΕΕΘΑ (πρώην Β’ Κλάδου/ΓΕΕΘΑ), έναν εκπρόσωπο του ΥΠΕΞ οριζόμενο από τον Υπουργό Εξωτερικών, μέχρι δυο εκπροσώπους οριζόμενους από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης (µε δικαίωμα ψήφου) και οιονδήποτε άλλο κρίνεται σκόπιμο να προσκληθεί, βάσει της ημερήσιας διάταξης. Τις εργασίες του Συμβουλίου προετοιμάζει η Μικτή Συντονιστική Επιτροπή υπό τον Α’ Υποδιοικητή της ΕΥΠ. Τα δύο αυτά συντονιστικά όργανα λειτουργούν γνωμοδοτικά και ενημερωτικά σε θέματα εθνικής ασφάλειας. »Όμως στην πράξη οι συστάσεις μένουν χωρίς αντίκρισμα αν χρειάζονται πολιτικές αποφάσεις για την εφαρμογή τους, διότι οι Υπουργοί δε δέχονται τις προτάσεις ενός κατωτέρου απ’ αυτούς συντονιστικού οργάνου. Το κενό εν προκειμένω, είναι η ανυπαρξία σύνδεσης µε ανώτερο πολιτικό όργανο, προς το οποίο να γίνονται προτάσεις και το οποίο να αποφασίζει. Η υπαγωγή του Συμβουλίου Πληροφοριών στο ΚΥΣΕΑ (άρθρο 2 της υπ’ αριθ. 88/4/4/1996 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου µε την οποία καταργείται το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας Σ.Ε.Α. Π.Υ.Σ. 62/1986 και οι αρμοδιότητές του μεταβιβάζονται στο ΚΥΣΕΑ) είναι µόνο θεωρητική. Το ΚΥΣΕΑ δεν ασχολείται µε πληροφορίες και µάλλον αγνοεί την υπαγωγή του Συμβουλίου Πληροφοριών σε αυτό.» ΣΧΟΛΙΟ: Πόσοι τα γνωρίζουν αυτά; Πόσοι τα αξιοποιούν; Πόσοι ενδιαφέρονται; Οι υπουργοί θεωρούν ή όχι εαυτόν παντοδύναμο, υποκείμενο μόνο σε ενδεχόμενη πρωθυπουργική διαφωνία; Πόσοι ασχολούνται με την πιο εξειδικευμένη αντιμετώπιση των ζητημάτων εθνικής ασφαλείας; Κατά συνέπεια, το ζήτημα επιστρέφει εξ ορισμού στην απουσία «κουλτούρας εθνικής ασφάλειας».
ΣΗΜΕΙΟ 7 «Η λήψη μέτρων απαιτεί µια συζήτηση τόσο για τη σημερινή και την επιθυμητή λειτουργία της ΕΥΠ και τις αποφάσεις που χρειάζονται για να προχωρήσουμε από την πρώτη στη δεύτερη. Η συζήτηση πρέπει να αγγίξει βασικές αρχές της εξωτερικής πολιτικής, όπως π.χ. ποιές απειλές δεχόμαστε και τι συμφέροντα έχουμε στις διεθνείς σχέσεις. Μας ενδιαφέρει π.χ. η πρόσληψη ή εκπαίδευση αραβοµαθών επιχειρησιακών υπαλλήλων πληροφοριών για θητεία στον αραβικό κόσμο;»
ΣΧΟΛΙΟ: Χωρίς σχόλιο καλύτερα, αφού η αναφορά είναι σαφέστατη, με την πραγματικότητα αποκαρδιωτική…
ΣΗΜΕΙΟ 8 «’Ο,τι μέτρα και αν ληφθούν, η ΕΥΠ δε θα αποδίδει αν δεν προστατεύεται από πολιτικές παρεμβάσεις. Δυστυχώς, περάσαμε από τη στρατικοποίηση της ΚΥΠ προ του 1974, στην πολιτικοποίησή της (όπως και των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας). Είναι κατανοητό οι κυβερνήσεις να θέλουν µια έμπιστη ΕΥΠ, η παρέμβασή τους όμως θα πρέπει να εξαντλείται στο διορισμό Διοικητή – επιχειρησιακού Υποδιοικητή, όπως συμβαίνει στις άλλες ευρωπαϊκές και στις αμερικανικές Υπηρεσίες. Πέραν των διορισμών αυτών, η παρέμβαση γίνεται ρουσφέτι. »Αποκορύφωμα πολιτικών παρεμβάσεων ήταν ο διορισμός 400 υπαλλήλων προ των εκλογών του 1989 από το ΠΑΣΟΚ και η μετάταξή τους από τη Νέα Δημοκρατία μετά τις εκλογές. Πολλοί από αυτούς επανήλθαν στην ΕΥΠ όταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1993. Ρουσφέτι συνήθως είναι και η απόσπαση στην ΕΥΠ αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων και της Αστυνομίας, όπως και των Αστυνομικών. Η Ε.Υ.Π. χαίρει της προτίμησης των αξιωματικών, λόγω της άνεσης που προσφέρει η υπηρεσία στην πρωτεύουσα, του τακτικού ωραρίου εργασίας και των επιπλέον αποδοχών. »Μια μετάθεση στην Ε.Υ.Π. παρέχεται από τα πολιτικά κόμματα ως ανταμοιβή στους αξιωματικούς που παραμένουν πιστοί στο εκάστοτε κόμμα ή σε συγκεκριμένους υπουργούς. Το αποτέλεσμα είναι η Ε.Υ.Π. σπανίως να επιλέγει και να αποκτά αξιωματικούς µε τα απαιτούμενα προσόντα. Ακόμα, οι αξιωματικοί που μετατίθενται στην Ε.Υ.Π. παραμένουν αφοσιωμένοι στον κλάδο των Ενόπλων Δυνάμεων από τον οποίο προήλθαν ή στην Αστυνομία, καθώς από εκεί εξαρτώνται οι προαγωγές τους και οι μεταθέσεις τους.»
ΣΧΟΛΙΟ: Χρειάζεται σχολιασμός;
Εν κατακλείδι, ο Παύλος Αποστολίδης είχε μιλήσει σε συνέδριο που είχε οργανωθεί από συνδικαλιστικό όργανο της ΕΥΠ (ΠΟΣΕΥΠ) όπου είχε επίσης προβεί σε ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές στους μη γνωρίζοντες αναφορές: «Με τον Ν.1645/1986 που ξεκίνησε την αποστρατικοποίηση της ΕΥΠ, ιδρύθηκε Διεύθυνση Ανάλυσης χωριστή από την Διεύθυνση Συλλογής πληροφοριών. Εκ των υστέρων κρινόμενη, η καινοτομία λειτούργησε εις βάρος τις κύριας αποστολής της υπηρεσίας που είναι η συλλογή κλειστών πληροφοριών. Η τάση αυτή ενισχύθηκε από την πρακτική των αποσπασμένων στην ΕΥΠ ένστολων, ιδίως αξιωματικών της Αστυνομίας, να θεωρούν τις επιχειρήσεις και το χειρισμό πηγών αποκλειστική τους αρμοδιότητα. Τάση που η πλειοψηφία των πολιτικών υπαλλήλων επιχειρησιακής κατηγορίας αποδέχεται, διότι βολεύεται με τη δουλειά γραφείου, διότι δεν τους εξηγήθηκε ποτέ καθαρά η αποστολή τους, είτε διότι δεν έχουν τα κατάλληλα προσόντα. Η αθρόα πρόσληψη γυναικών σε επιχειρησιακές θέσεις μετά το 1986 επιδείνωσε το πρόβλημα.
Συχνά μάλιστα δεν φταίνε οι ίδιες, αλλά η νοοτροπία των ανδρών προϊσταμένων τους.» Έχει δώσει η πολιτική ηγεσία την πρέπουσα σημασία σε αυτές τις επισημάνσεις, ή το απόσταγμα της εμπειρίας ενός πρώην διοικητή της ΕΥΠ και μάλιστα διπλωμάτη, δηλαδή προσώπου έχοντα σαφή εικόνα των διεθνών σχέσεων της χώρας, θεωρεί πως δεν την αφορά; Σημαίνουν μήπως οι αναφορές του Π. Αποστολίδη, ότι η ΕΥΠ έχει πάψει να είναι «επιχειρησιακή»; Δηλαδή έχει πάψει να κάνει τη δουλειά της; Αυτό υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να έχει προκαλέσει ακόμα και την παρέμβαση εισαγγελέα.
Κι εάν όσοι προσελήφθησαν ως «επιχειρησιακοί» προτιμούν τη δουλειά γραφείου είτε λόγω έλλειψης προσόντων είτε λόγω «βολέματος», δεν ενδιαφέρεται κανείς στις κυβερνήσεις που έχουν περάσει, να προβεί σε αξιολόγηση και στην κρίσιμη αυτή υπηρεσία και να απομακρύνει όσους είναι ακατάλληλοι, ενδεχομένως διότι προσελήφθησαν με τα κριτήρια που αναφέρει στη μελέτη του ο πρώην διοικητής;
Επίσης, όταν ένα πρόσωπο με πρωτογενή εμπειρία στη λειτουργία της υπηρεσίας, καταγράφει ως πρόβλημα την «αθρόα πρόσληψη γυναικών σε επιχειρησιακές θέσεις μετά το 1986», ασχολήθηκε κανείς να ρωτήσει τι και για ποιον λόγο συμβαίνει; Μήπως τα συνεχή ανώνυμα δημοσιεύματα σε «μπλογκ», όπου οι συντάκτες τους δε διστάζουν να αναφέρουν ακόμα και τα ονόματα υπαλλήλων της ΕΥΠ και οι συνεχείς αποκαλύψεις για υποθέσεις που δίνουν την αίσθηση μη νόμιμης δραστηριοποίησης στελεχών της υπηρεσίας, είναι αποτέλεσμα του ότι τα χρόνια περνούν και κανείς πολιτικός δεν ασχολείται με το να διορθώσει τα κακώς κείμενα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου