Police-Voice blog ➤
Υπάρχει ευθύνη της σύλληψης όταν αυτή καθίσταται τελεσίδικα άδικη; Διαβάστε τί γράφει η ομάδα υψηλής αστυνόμευσης...
"Νιώθουμε την ανάγκη , στην παρούσα φάση , να ενθυμίσουμε , κυρίως στους αστυνομικούς που είναι
"Νιώθουμε την ανάγκη , στην παρούσα φάση , να ενθυμίσουμε , κυρίως στους αστυνομικούς που είναι
επιφορτισμένοι
με το ξερίζωμα των ναζιστικών μορφωμάτων από τους κόλπους της
Αστυνομίας , και όχι μόνο , τα όρια της εξουσίας τους .
« συνάδελφοι προσοχή » …
Το έγκλημα που προβλέπεται από το άρθρο 239 § 2 ΠΚ είναι υπαλλακτικώς μικτό και τελείται ανεξάρτητα αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για το δράστη.
Αυτό σημαίνει απλά ότι «ΔΕΝ ΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ» ο αστυνομικός που σχηματίζει « παράνομη ή παράτυπη δικογραφία » κατά οποιουδήποτε , είτε για να τον καταστήσει κατηγορούμενο , είτε για να τον απαλλάξει στη συνέχεια , ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΕΑΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΕ ΑΣΚΗΘΕΙ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ .
Υποκείμενο της Κατάχρησης εξουσίας είναι οι ανακριτικοί και προανακριτικοί υπάλληλοι και κατά συνέπεια, αξιωματικοί και υπαξιωματικοί της ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ , που είναι τέτοιοι υπάλληλοι κατ' άρθρο 33 § 1 ΚΠΔ.
Κατά τη διάταξη του άρ. 239 του ΠΚ "υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση των αξιοποίνων πράξεων:
.. αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιμωρία ( ΜΕ ΤΡΟΠΟ ΕΝΤΕΧΝΟ , όπως εισάγοντας αμφιβολίες στην δικογραφία , λάθος στοιχεία , υπερβολές , κ.α ), τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών".
Η διάταξη αυτή του εδ. β' προβλέπει δύο ιδιαίτερα και ανεξάρτητα μεταξύ τους εγκλήματα, ήτοι:
1) την έκθεση σε δίωξη ή τιμωρία κάποιου αθώου και
2) την παράλειψη διώξεως ή πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία κάποιου υπαίτιου.
Το έγκλημα δε της περιπτώσεως, 2) είναι σωρευτικά μικτό και τελείται με δύο διαφορετικούς τρόπους,
δηλαδή
α) την παράλειψη διώξεως, η οποία τελείται μόνο από πρόσωπο που δικαιούται στην άσκηση ποινικής διώξεως (εισαγγελέα ή δημόσιο κατήγορο) κα
β) την πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία, η οποία μπορεί να τελεσθεί από εισαγγελέα, ανακριτή ή ανακριτικό (προανακριτικό) υπάλληλο, όπως αστυνομικό κτλ
Οι δύο αυτοί τρόποι δεν μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους, αλλά κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως.
Η τέλεση δε της πράξεως με τη μορφή της "προκλήσεως απαλλαγής" του υπαιτίου από την τιμωρία ΔΕΝ ΠΡΟΥΠΟΘΕΤΕΙ την προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως, γιατί ο όρος "απαλλαγή" τίθεται εδώ με την "γενική" και όχι την "ποινική" του σημασία (η οποία, άλλωστε, κατά κυριολεξία, προϋποθέτει απόφαση Δικαστηρίου ή βούλευμα Δικαστικού Συμβουλίου), αφού πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία νοείται καθ' οιονδήποτε τρόπο (εκτός από την παράλειψη ασκήσεως ποινικής διώξεως).
Ούτε άλλωστε γίνεται λόγος για "απαλλαγή" από την "ποινή" (η οποία προϋποθέτει την άσκηση ποινικής διώξεως), αλλά για "απαλλαγή" προϋποθέτει προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και επί ελλείψεως αυτής θεμελιώνεται ενδεχομένως το αδίκημα της ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΣ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ του άρ. 259 του ΠΚ,
Προσκρούει δηλαδή στην αντίληψη ότι δεν είναι δυνατό να διαφοροποιείται η ποινική μεταχείριση του υπαλλήλου, που ενεργεί αυτεπάγγελτη προανάκριση και η μεν συμπεριφορά του μετά την άσκηση της ποινικής διώξεως να τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, ως κατάχρηση εξουσίας, η προγενέστερη δε της διώξεως συμπεριφορά του να τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, ως παράβαση καθήκοντος, όταν μάλιστα και στις δύο περιπτώσεις το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό είναι το ίδιο, δηλαδή ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ να τιμωρείται η τέλεση αξιόποινων πράξεων, ίδια δε και η απαξία της πράξεως.
Υποκείμενο λοιπόν του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας, υπό τη μορφή της προκλήσεως "απαλλαγής" του υπαιτίου από την "τιμωρία", μπορεί να είναι, ΟΧΟ ΜΟΝΟΝ ο δικαιούμενος στην άσκηση ποινικής διώξεως (όπως όταν το έγκλημα τελείται υπό τη μορφή της παραλείψεως διώξεως), αλλά και κάθε (γενικός ή ειδικός) προανακριτικός υπάλληλος, αφού ως "ανάκριση" νοείται και η ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ εξέταση, και επομένως στην έννοια του "υπαλλήλου", στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η ανάκριση των αξιόποινων πράξεων, εντάσσεται και ο προανακριτικός υπάλληλος, όπως είναι και ο ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ , κατά το άρ. 33 παρ. 1 ΚΠΔ, γενικός προανακριτικός υπάλληλος.
Υποκειμενικά απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στη γνώση της τελέσεως αξιόποινης πράξεως και του υπαιτίου αυτής, καθώς και τη γνώση ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά προκαλεί την απαλλαγή του και τη θέληση να προκληθεί η απαλλαγή αυτή.
Δικαστική απόφαση :
Πρέπει να παρέχουμε , μέσα από τις δικογραφίες που συντάσσουμε , την δυνατότητα ώστε :
…. στην συνέχεια η καταδικαστική απόφαση ΝΑ ΕΧΕΙ την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν ΔΕΝ αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα.
Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας πρέπει να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκαν οι ΚΑΤΗΓΟΡΟΎΜΕΝΟΙ , τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 84 παρ. 2α' και ε', 98 και 239 ΠΚ, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση.. Αποσπάσματα από Νομολογία Αρείου Πάγου
ΟΜΑΔΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗΣ
.
Πηγή ➤
http://bloko.« συνάδελφοι προσοχή » …
Το έγκλημα που προβλέπεται από το άρθρο 239 § 2 ΠΚ είναι υπαλλακτικώς μικτό και τελείται ανεξάρτητα αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για το δράστη.
Αυτό σημαίνει απλά ότι «ΔΕΝ ΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ» ο αστυνομικός που σχηματίζει « παράνομη ή παράτυπη δικογραφία » κατά οποιουδήποτε , είτε για να τον καταστήσει κατηγορούμενο , είτε για να τον απαλλάξει στη συνέχεια , ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΕΑΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΕ ΑΣΚΗΘΕΙ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ .
Υποκείμενο της Κατάχρησης εξουσίας είναι οι ανακριτικοί και προανακριτικοί υπάλληλοι και κατά συνέπεια, αξιωματικοί και υπαξιωματικοί της ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ , που είναι τέτοιοι υπάλληλοι κατ' άρθρο 33 § 1 ΚΠΔ.
Κατά τη διάταξη του άρ. 239 του ΠΚ "υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση των αξιοποίνων πράξεων:
.. αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιμωρία ( ΜΕ ΤΡΟΠΟ ΕΝΤΕΧΝΟ , όπως εισάγοντας αμφιβολίες στην δικογραφία , λάθος στοιχεία , υπερβολές , κ.α ), τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών".
Η διάταξη αυτή του εδ. β' προβλέπει δύο ιδιαίτερα και ανεξάρτητα μεταξύ τους εγκλήματα, ήτοι:
1) την έκθεση σε δίωξη ή τιμωρία κάποιου αθώου και
2) την παράλειψη διώξεως ή πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία κάποιου υπαίτιου.
Το έγκλημα δε της περιπτώσεως, 2) είναι σωρευτικά μικτό και τελείται με δύο διαφορετικούς τρόπους,
δηλαδή
α) την παράλειψη διώξεως, η οποία τελείται μόνο από πρόσωπο που δικαιούται στην άσκηση ποινικής διώξεως (εισαγγελέα ή δημόσιο κατήγορο) κα
β) την πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία, η οποία μπορεί να τελεσθεί από εισαγγελέα, ανακριτή ή ανακριτικό (προανακριτικό) υπάλληλο, όπως αστυνομικό κτλ
Οι δύο αυτοί τρόποι δεν μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους, αλλά κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως.
Η τέλεση δε της πράξεως με τη μορφή της "προκλήσεως απαλλαγής" του υπαιτίου από την τιμωρία ΔΕΝ ΠΡΟΥΠΟΘΕΤΕΙ την προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως, γιατί ο όρος "απαλλαγή" τίθεται εδώ με την "γενική" και όχι την "ποινική" του σημασία (η οποία, άλλωστε, κατά κυριολεξία, προϋποθέτει απόφαση Δικαστηρίου ή βούλευμα Δικαστικού Συμβουλίου), αφού πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία νοείται καθ' οιονδήποτε τρόπο (εκτός από την παράλειψη ασκήσεως ποινικής διώξεως).
Ούτε άλλωστε γίνεται λόγος για "απαλλαγή" από την "ποινή" (η οποία προϋποθέτει την άσκηση ποινικής διώξεως), αλλά για "απαλλαγή" προϋποθέτει προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και επί ελλείψεως αυτής θεμελιώνεται ενδεχομένως το αδίκημα της ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΣ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ του άρ. 259 του ΠΚ,
Προσκρούει δηλαδή στην αντίληψη ότι δεν είναι δυνατό να διαφοροποιείται η ποινική μεταχείριση του υπαλλήλου, που ενεργεί αυτεπάγγελτη προανάκριση και η μεν συμπεριφορά του μετά την άσκηση της ποινικής διώξεως να τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, ως κατάχρηση εξουσίας, η προγενέστερη δε της διώξεως συμπεριφορά του να τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, ως παράβαση καθήκοντος, όταν μάλιστα και στις δύο περιπτώσεις το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό είναι το ίδιο, δηλαδή ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ να τιμωρείται η τέλεση αξιόποινων πράξεων, ίδια δε και η απαξία της πράξεως.
Υποκείμενο λοιπόν του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας, υπό τη μορφή της προκλήσεως "απαλλαγής" του υπαιτίου από την "τιμωρία", μπορεί να είναι, ΟΧΟ ΜΟΝΟΝ ο δικαιούμενος στην άσκηση ποινικής διώξεως (όπως όταν το έγκλημα τελείται υπό τη μορφή της παραλείψεως διώξεως), αλλά και κάθε (γενικός ή ειδικός) προανακριτικός υπάλληλος, αφού ως "ανάκριση" νοείται και η ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ εξέταση, και επομένως στην έννοια του "υπαλλήλου", στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η ανάκριση των αξιόποινων πράξεων, εντάσσεται και ο προανακριτικός υπάλληλος, όπως είναι και ο ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ , κατά το άρ. 33 παρ. 1 ΚΠΔ, γενικός προανακριτικός υπάλληλος.
Υποκειμενικά απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στη γνώση της τελέσεως αξιόποινης πράξεως και του υπαιτίου αυτής, καθώς και τη γνώση ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά προκαλεί την απαλλαγή του και τη θέληση να προκληθεί η απαλλαγή αυτή.
Δικαστική απόφαση :
Πρέπει να παρέχουμε , μέσα από τις δικογραφίες που συντάσσουμε , την δυνατότητα ώστε :
…. στην συνέχεια η καταδικαστική απόφαση ΝΑ ΕΧΕΙ την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν ΔΕΝ αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα.
Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας πρέπει να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκαν οι ΚΑΤΗΓΟΡΟΎΜΕΝΟΙ , τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 84 παρ. 2α' και ε', 98 και 239 ΠΚ, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση.. Αποσπάσματα από Νομολογία Αρείου Πάγου
ΟΜΑΔΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗΣ
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου