Police-Voice blog ➤
Θαμμένοι στο Μνήμα της γριάς
Άμα φτάσαμε
στο Μνήμα της Γριάς λύσσαγε η χιονοθύελλα. Έπαιρνε το χιόνι, το
σκούπιζε, τ’ ανεμοστροβίλιζε, το σκόρπαγε ξανά κάτω, για να το ξαναπάρει
και να το πετάξει σαν χτύπημα απάνω μας. (…)
Κι άξαφνα
ακούμε ντουφεκιές. Ντουφεκιές που δεν έρχονται από πουθενά, από καμιά
μεριά. Τι νάναι; Ιταλοί; Μέσα σ’ αυτό το χαλασμό σκάσανε μύτη οι άτιμοι;
Δεν γίνεται. Αμ τότε; Τότε είναι δικοί μας που ρίχνουνε να τους
ακούσουμε. Μα πού νάναι; Είναι θαμμένοι. Θαμμένοι βαθιά στο χιόνι που
ολονυχτίς έπεσε και τους έθαψε. Η κωνική σκηνή του λοχαγού σκεπάστηκε
ολότελα.
Και σκάβομε, σκάβομε, αδιάκοπα και γρήγορα. Σε λίγο φαίνεται ο
κώνος της σκηνής, ύστερα φαρδαίνει η τρύπα και μετά ώρα πολλή φτάσαμε
στην πόρτα. Πετιέται ένας λοχαγός -ένας Σταματίου. Μοιάζει τρελός.
-Προφτάσετε μωρέ παιδιά! Κοντέψαμε να σκάσομε!
Ο δοιμιρίτης μας ρώταει αν έχει τίποτε να διατάξει.
-Τους ξεθάψατε όλους; ρωτάει ο λοχαγός.
-Προφτάσετε μωρέ παιδιά! Κοντέψαμε να σκάσομε!
Ο δοιμιρίτης μας ρώταει αν έχει τίποτε να διατάξει.
-Τους ξεθάψατε όλους; ρωτάει ο λοχαγός.
-Δεν ξέρουμε. Ξεθάψαμε τη σκηνή σας κι άλλα πέντε μεγάλα αντίσκηνα.
-Πέντε μόνο; Τρεχάτε σ’ εκείνο το έλατο από κάτω. Κάνετε γρήγορα! Κι άμα ξεσκεπάζετε το αντίσκηνο σκίζετέ το να μπαίνει ο αέρας.
Φωνάζει μέσα στην καταιγίδα για να τον ακούσουμε. Ο αέρας παίρνει τα λόγια του, τα σκορπίζει μέσα στο χιόνι, τα παγώνει μόλις βγουν από το στόμα.
Κι εμείς τρέξαμε όπως μπορούσαμε μέσα στο χιόνι, τρέξαμε στο δέντρο, και σκάψαμε σαν δαιμονισμένοι, σκάψαμε σαν τρελοί, και σκίσαμε τ’ αντίσκηνο να μπει αέρας. Και μπήκε ο αέρας, και βρήκε πεθαμένα κορμιά, δρόσισε χείλια πρησμένα και χάιδεψε δάχτυλα γαντζωμένα στ’ αντίσκηνο που δεν είχαν προφτάσει να τ’ ανοίξουν. Έξι κορμιά παγωμένα, κουλουριασμένα, πέτρινα.
Σ’ ένα άλλο αντίσκηνο, πιο τυχεροί και πιο γνωστικοί, αν
μπορείς να πεις γνώση αυτό που κάνανε, τρύπησαν το αντίσκηνο και πέρασαν
ένα μάνλιχερ μέσ’ από το χιόνι. Τράβηξαν μια σφαίρα κι ύστερα βγάλανε
το κινητό ουραίο. Κι απ’ αυτή την τρυπίτσα της κάννης, την τρυπίτσα των
εξίμισι χιλιοστών, όλη νύχτα μπήκε η ζωή σ’ αυτό το παγωμένο σκοτάδι
τους.
Ο λίγος αυτός αέρας, ο ελάχιστος, τούς έζησε ώρες κι ώρες κι άμα
μπούκωνε η κάννη απ’ το χιόνι τραβούσαν μια σφαίρα και καθάριζε.
Ξέρω πως αυτό εδώ που είπα δεν θα το πιστέψετε. Όμως έτσι είναι. Κι αν ρωτήσεις άλλους που έτυχαν να είναι σ’ αυτό το Μνήμα της Γριάς, τα ίδια θα σου πούνε. Ναι! Ζήσαν άνθρωποι νύχτες ολόκληρες έτσι δα. Με το στόμα κολλημένο στο παγωμένο σίδερο του ντουφεκιού παίρνοντας την ανάσα τους απ’ τα εξίμισι αυτά χιλιοστά. Κι άμα μπούκωνε η κάννη από το χιόνι τραβούσαν μια σφαίρα και καθάριζε.
Αναμνήσεις ενός απλού στρατιώτη του 1940
Στη ζωή μας υπάρχουν άνθρωποι που μας σημαδεύουν. Για μένα ένας απ΄ αυτούς είναι ο παππούς μου ο Λάμπρος, που έφυγε απ΄ αυτή τη ζωή περήφανος, πλήρης ημερών και εμπειριών, την Πρωτοχρονιά του 2004. Από τον άνθρωπο αυτόν έμαθα (ελπίζω τόσο καλά ώστε να μου ’χει γίνει βίωμα ζωής) την αξία τού να μένεις αληθινά ζωντανός και δραστήριος, ανεξάρτητα από την ηλικία σου, μέσα από την καθημερινή δραστηριότητα και τη συμμετοχή στα πράγματα. Αναγνώρισα τη σημασία τού να είσαι «παρών» στη ζωή, περιφρονώντας τα στερεότυπα του πολιτισμού μας, που καλλιεργούν τη λανθασμένη αντίληψη ότι από τη μέση ηλικία και μετά οι άνθρωποι γίνονται σταδιακά ανήμποροι, ασθενείς και «απόντες» από την ίδια τους τη ζωή.
Κάθε φορά που μιλούσε για τον Ελληνοαλβανικό πόλεμο τα μάτια του έλαμπαν. Ο χρόνος συνθηκολογούσε μαζί του και γύριζε πίσω, αφαιρώντας καμιά εξηνταριά χειμώνες από την κορμοστασιά του. Γινόταν και πάλι ο ευθυτενής τριαντάχρονος που η κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, βρήκε να κουβαλάει με το γάιδαρό του ένα φορτίο πατάτες και να το ανταλλάσσει με καλαμπόκι, κάπου κοντά στην Αγόριανη. Ηταν τέτοιο το κλίμα της εποχής, με τον κόσμο να περιμένει τον πόλεμο από ώρα σε ώρα να χτυπήσει την πόρτα του, που θυμόταν με λεπτομέρεια κάθε στιχομυθία, κάθε γκριμάτσα, κάθε εικόνα. «Καταλαβαίνω ότι εσύ θα πας στρατιώτης, εγώ όμως χρειάζομαι ακόμα ένα τέτοιο φορτίο» του είπε η νοικοκυρά του σπιτιού που πήρε τις πατάτες. Όμως είχε ήδη κηρυχτεί επιστράτευση…
Με το γάιδαρο γύρισε στο χωριό του, το Αηδονοχώρι. Στην πλατεία, όπως κάθε φθινόπωρο «έβραζαν τα τσίπουρα». Καμιά εβδομηνταριά νέοι, ανάμεσά τους και ο ίδιος, είχαν επιστρατευθεί και έφευγαν για τα Γιάννενα, όπου χωρίστηκαν από τους επιτελείς ανάλογα με τις ανάγκες του στρατού.
Ο παππούς υπηρέτησε, μαζί με άλλους έντεκα Θεσσαλούς, στην τροφοδοσία. Μέχρι να εκπνεύσει ο Νοέμβριος είχαν ήδη φτάσει στην πλημμυρισμένη από Ελληνες Κορυτσά, αναλαμβάνοντας τη λειτουργία του κεντρικού φούρνου της πόλης. Φούρνιζαν ψωμί σε 24ωρη βάση, χωρισμένοι σε δύο βάρδιες. Διέμεναν σε ένα κατάλυμα με έξι κρεβάτια, δίπλα στο φούρνο. Οι μισοί δούλευαν, οι άλλοι μισοί κοιμόντουσαν. Και στο χρόνο που μεσολαβούσε ανάμεσα στις φουρνιές έβγαζαν τα χιτώνια και τα έβαζαν μέσα στο φούρνο κι αυτά, για να εξολοθρεύσουν τις ψείρες που τους βασάνιζαν ασταμάτητα!
Αυτή την ειδική «περιποίηση», την πρόσφεραν και στους καταπονημένους φαντάρους της πρώτης γραμμής που έρχονταν για λίγες ώρες στην Κορυτσά για να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα. Ξεψείριζαν με τη βοήθεια της θερμότητας από το φούρνο τα ρούχα τους, τους πρόσφεραν ένα από τα έξι κρεβάτια για λίγες ώρες ξεκούρασης και τους έδιναν να φάνε μακαρόνια, το μόνο φαγητό που υπήρχε σε αφθονία χάρη στις γεμάτες ζυμαρικά αποθήκες την ηττημένων Ιταλών! Βρασμένα σκέτα μακαρόνια ήταν το καθημερινό φαγητό των φαντάρων στην Κορυτσά, μεσημέρι – βράδυ. Γι΄ αυτό κι ο παππούς , από τότε δεν ξανάφαγε μακαρόνια στη ζωή του, όσο νόστιμα κι αν ήταν μεγειρεμένα.
Παρά την προσπάθεια του σώματος τροφοδοσίας, οι φαντάροι της πρώτης γραμμής πεινούσαν. Σ΄ αυτούς δεν έφταναν πάντα οι κουραμάνες και τα μακαρόνια και γι΄ αυτό συχνά αναζητούσαν οι ίδιοι με κάθε μέσο τροφή. Ενας φίλος του παππού, τσομπάνης στο χωριό όπως και οι περισσότεροι νέοι, έκλεψε ένα κατσίκι από ένα κοπάδι Αλβανών. Επιστρέφοντας στη μονάδα του συνάντησε έναν άλλο πεινασμένο φαντάρο από άλλη μονάδα που επίσης αναζητούσε κάτι να φάει. Εκοψε επί τόπου το κεφάλι του ζώου και του το ΄δωσε για να το κάνει βραστό στην καραβάνα. Για να τον ευχαριστήσει ο άλλος του χάρισε μια ξυριστική μηχανή της εποχής, την οποία φύλαξε για ενθύμιο όλη του τη ζωή!
Ετσι και ο παππούς είχε κρατήσει από την Αλβανία και χρησιμοποιούσε με θρησκευτική ευλάβεια ένα χιλιοχτυπημένο παγούρι μεταλλικό. Επειδή είχε χάσει το πώμα κάπου στην Κορυτσά, είχε φτιάξει ένα άλλο από καλαμπόκι και το είχε πάντα μαζί του στα χωράφια και τα μελίσσια. Σήμερα είναι οικογενειακό μας κειμήλιο.
Κάπου προς το τέλος Μαρτίου του 1941, έφτασε στην Κορυτσά ο επικεφαλής στρατηγός Τσολάκογλου και ο παππούς μαζί με κάποιο συγχωριανό τον πλησίασαν. «Τι θέλετε παιδιά;» τους ρώτησε. «Τίποτα δεν θέλουμε στρατηγέ, απλά να σε δούμε» του απάντησαν, κοιτώντας τον με θαυμασμό. «Μην με κοιτάτε έτσι, σε λίγο καιρό θα χτυπήσουν οι Γερμανοί και θα καταλάβετε πώς πάνε τα “κόπια” μας χαμένα», τους απάντησε.
Πράγματι, σε λίγο καιρό ήλθε το γερμανικό χτύπημα από τα ελληνοσερβικά σύνορα και ο στρατηγός Τσολάκογλου υπέγραψε τη συνθηκολόγηση. Ολοι οι επιστρατευμένοι του χωριού, ακόμα και αυτοί που πολέμησαν στο θρυλικό ύψωμα 731, γύρισαν πίσω ζωντανοί, περπατώντας για εβδομάδες χωρίς να τους πειράξει ο γερμανικός στρατός.
Δεν ξέρω αν «πήγαν τα κόπια τους χαμένα». Αυτό που ξέρω είναι πως ο παππούς μου ο Λάμπρος ήταν γεμάτος περηφάνεια που άγγιξε από κοντά την αληθινή ιστορία σ΄ αυτή της τη φάση. Αν και ήταν ένας από τους χιλιάδες ανώνυμους στρατευμένους της εποχής, το ότι υπηρέτησε στον πόλεμο του 1940 τον έκανε να νιώθει ότι συμμετείχε σε κάτι συλλογικό και μεγαλειώδες που ξεπερνούσε τον ίδιο και αυτό σημάδεψε τη ζωή του. Στις διηγήσεις του δεν υπήρχε το πνεύμα του ηρωϊσμού που διακατέχει τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, αλλά η ανθρώπινη ματιά του απλού στρατιώτη που ακολουθεί με εμπιστοσύνη τις εντολές, αγωνίζεται να βοηθήσει τον διπλανό του, πιστεύει στον κοινό αγώνα και στη βοήθεια της Αγίας Παρασκευής για να γυρίσει καλά στην οικογένειά του.
Γι ΄ αυτό κι όλα τα εγγόνια του τού τηλεφωνούσαμε κάθε 28η Οκτωβρίου σαν να ήταν η ονομαστική του γιορτή. Και ακόμα και τώρα, έξι χρόνια από το θάνατό του, κάθε επέτειο του «Όχι» τον θυμόμαστε με αγάπη.
Πηγή ➤ΕΠΙΜ....POLICE-VOICE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου