Ο Αντώνης Λιάκος υποστηρίζει ότι οι Ελληνες έκαναν εθνοκάθαρση κατά Εβραίων και Βούλγαρων - Χαρακτηρίζει εθνικιστές τον Μίκη και τον Ρίτσο
Δεν αποτέλεσε έκπληξη όταν ο «αρνητής» της Γενοκτονίας των Ποντίων υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης ανακοίνωσε Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία. Ούτε αιφνιδίασε κανέναν εντός και πέριξ του Μαξίμου και της Κουμουνδούρου γνωστοποιώντας ότι πρόεδρος της επιτροπής και επικεφαλής της αναθεώρησης του προγράμματος και των σχολικών βιβλίων αναλαμβάνει ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος. Εξάλλου υπουργός και πανεπιστημιακός δονούνται από κοντινές αναγνώσεις. Αν για τον έναν οι Πόντιοι υπήρξαν θύματα εθνοκάθαρσης, για τον άλλον απλώς η γενοκτονία τους ήταν ένα πυροτέχνημα που «αναδύθηκε μαζί με το Μακεδονικό, στο πλαίσιο της αναζωπύρωσης του εθνικισμού στη δεκαετία του ’90». Πίσω , άλλωστε, από παρόμοιες απόψεις και κοινές οχυρώσεις χτίζονται οι καλές συνεργασίες στον ευαίσθητο χώρο της Παιδείας.
Γνωστός στον πνευματικό χώρο, γνωστότατος και πέραν της ακαδημαϊκής κοινότητας, ο από 25ετίας καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι μια ιδιαιτέρως ισχυρή προσωπικότητα, που επιχειρεί να αφήσει το δικό του αποτύπωμα στη νεότερη ιστοριογραφία.
Διανοούμενος ορμητικός και πολυγραφότατος, με τις επιστημονικές του παρεμβάσεις και την αρθρογραφία του έχει έρθει κατά καιρούς σε ευθεία σύγκρουση με κατεστημένες απόψεις και στερεότυπα προσπαθώντας να κατεδαφίσει «εθνικούς» μύθους, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργήσει αμείλικτους αντιπάλους αλλά και φανατικούς οπαδούς. Στην τελευταία κατηγορία εκ των πρόσφατων θιασωτών των απόψεων του 68χρονου καθηγητή συγκαταλέγεται πλέον και ο πρωθυπουργός που τον επικαλέστηκε παραθέτοντας σε ομιλία του αυτούσιο τσιτάτο του.
Εξάλλου ο Αντώνης Λιάκος ενσαρκώνοντας ακροθιγώς τον ρόλο του οργανικού διανοούμενου ουδέποτε έμεινε αμέτοχος στον δημόσιο βίο, αλλά κρατήθηκε σε απόσταση από τη συμμετοχή σε κυβερνητικό πόστο. Υπήρξε στο παρελθόν προβεβλημένος και εύγλωττος θεωρητικός του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος, δραστήριο στέλεχος αλλά και πρόεδρος του ΟΠΕΚ, του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας που είχε ιδρύσει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης.
Η συμπόρευση με τον ΣΥΡΙΖΑ
Εκτοτε, μετά από μια περίοδο πολιτικής αμηχανίας και καλών σχέσεων με την υπουργό Παιδείας Μαριέττα Γιαννάκου, αφού κύλησε πολύ νερό στο πολιτικό αυλάκι ο πανεπιστημιακός φαίνεται πως αποφάσισε να εμβαπτιστεί στο διαφαινόμενο κυρίαρχο ρεύμα της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Παραμονές των κρίσιμων εκλογών του Μαΐου του ’12 άρχισε να αρθρογραφεί με εφηβικό παλμό εν όψει της εκλογικής μάχης, συμβουλεύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ και επιχειρηματολογώντας υπέρ του. Με την ιδιότητά του και τη στοχαστική κοσμοαντίληψή του κρίνεται ότι χάρισε επιπλέον ώθηση προς την εξουσία στο κόμμα της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αν και στο παρελθόν έχει συνυπογράψει κείμενα υπέρ του Σχεδίου Ανάν, αλλά και την εκδήλωση απαίτησης από την ελληνική κυβέρνηση να λογοδοτήσουν οι Ελληνες εθελοντές που πολέμησαν στη Σρεμπρένιτσα, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά μιας υποβόσκουσας μισαλλοδοξίας, από όσους τον καλωσόρισαν ως ξεχωριστή «μεταγραφή» στην Κουμουνδούρου, του αναγνωρίζεται ότι χωρίς να γίνει μέλος του κόμματος διεύρυνε τους ορίζοντες της εκλογικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Τονίζουν ότι μαζί με άλλους αριστερούς πανεπιστημιακούς, διαζευγμένους πλέον από τη συμπόρευσή τους με το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ -σαν τους Κωνσταντίνο Τσουκαλά, Σία Αναγωστοπούλου, Δημήτρη Χριστόπουλο κ.ά.-, πλάτυναν ένα εξειδικευμένο, πιο διανοουμενίστικο και εκλεπτυσμένο ακροατήριο, στο οποίο ήθελε αγωνιωδώς να απευθυνθεί ο Τσίπρας. Ηδη ο ίδιος ευχόταν για το τέλος των «μετανοημένων αριστερών» που «ολοφύρονται για τις αμαρτίες τους προσκυνώντας όσα απέρριπταν» και διακήρυττε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να γίνει η μήτρα ενός μεγάλου κόμματος της Αριστεράς, ρίχνοντας γέφυρες με κόσμο που βρίσκεται πέραν του μνημονιακού συνόρου. Παρότι λέγεται ότι κάποιες από τις πιο καθαρόαιμα αριστερές τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ τον αντιμετώπιζαν με μισό μάτι λόγω της τεταρτοδιεθνιστικής ιδεολογικοπολιτικής καταγωγής του και τις παλαιόθεν εκκλήσεις του για μετα-νεοφιλελεύθερη Αριστερά, ο ίδιος δεν πτοήθηκε. Δεν κλονίστηκε ακόμη κι όταν τα «πρωτοπαλίκαρα» ακραίων κομμουνιστικογενών συνιστωσών τον κατηγορούσαν ότι ο ίδιος εκ των κορυφαίων ταγών της «αποδόμησης» και «γκουρού» της μεταμοντέρνας θεώρησης της Ιστορίας παρότρυνε τους ομοϊδεάτες του να καταδικάζουν εμβληματικές μορφές της Ελληνικής Αριστεράς -όπως τους Κορδάτο, Σκληρό, Σβορώνο, Ψυρούκη, Θεοδωράκη, Ρίτσο, Λειβαδίτη- για «εθνικιστικό λαϊκισμό»!
Ωστόσο, η υποτιθέμενα μασίφ ιδεολογηματική του αντίληψη για ανάγκη ανακαίνισης της εθνικής ταυτότητας δεν ράγισε διόλου από τις μνησικακίες των ταυτοποιημένα «σταλινικών» κομματικών συνοδοιπόρων του. Ο ίδιος, εξάλλου, σε ανύποπτο χρόνο, υπό την παιδαγωγική του ιδιότητα, είχε καλέσει ιστορικούς και δασκάλους «αντί να ενισχύουν την εθνική ταυτότητα, να δίνουν στους μαθητές τους τα εφόδια για να επιλέγουν οι ίδιοι την ταυτότητά τους». Το ότι ο καθηγητής αμφισβητεί ήδη από οκταετίας ανοικτά την επιταγή του Συντάγματος στο άρθρο 16, παράγραφος 2, που θέτει ως σκοπό της παιδείας την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης, ενδέχεται να εκλαμβάνεται από τους αφοσιωμένους οπαδούς του ως μια αθώα λεπτομέρεια μέσα στην ευπάθεια της ιστορικής κουλτούρας. Αυτήν που ο Αντώνης Λιάκος παρομοιάζει γλαφυρά με το Jurassic Park. Εκεί όπου «μερικοί από τους σκελετούς των δεινοσαύρων ξαφνικά ζωντανεύουν», όπως λέει.
«Σπουδαστική Πάλη» μέσα στη Χούντα
Γεννημένος στη Αθήνα, ως φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης οργανώθηκε στην τροτσκιστικού προσανατολισμού «Σπουδαστική Πάλη», η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε «Λαϊκή Πάλη» και συμμετείχε δραστήρια στον αντιδικτατορικό αγώνα. Τον Σεπτέμβριο του 1969 η χουντική ασφάλεια εξαρθρώνει στη Θεσσαλονίκη την οργάνωση και συλλαμβάνει τα μέλη της μετά από δυόμισι χρόνια παράνομης δράσης, λίγο πριν τοποθετήσουν ωρολογιακές βόμβες σε επιλεγμένους στόχους του στρατιωτικού καθεστώτος. Τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς, μετά από βασανιστήρια ο 22χρονος Αντώνης Λιάκος και οι σύντροφοί του οδηγούνται σιδηροδέσμιοι στο Εκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, όπου υψώνουν θαρραλέα τα δεμένα με χειροπέδες χέρια τους κραυγάζοντας για τη νίκη των ένοπλων εργατικών συμβουλίων και την παγκόσμια επανάσταση, ορίζοντας έναν προμαχώνα επαναστατικής ουτοπίας στη φασιστική υστερία των αμείλικτων στρατοδικών.
Μετά τις τολμηρές και ανυπάκουες για τις συνθήκες απολογίες τους, το δικαστήριο εξαντλεί την αυστηρότητά του σε εικοσάχρονα παιδιά καταδικάζοντας τον Αντώνη Λιάκο μαζί με τους Σ. Κατσαρό, Τ. Δαρβέρη, Τρ. Μηταφίδη σε ισόβια, ενώ άλλους συντρόφους τους σε μικρότερες ποινές. Παραμένει στη φυλακή ως τη γενική αμνηστία του δικτάτορα Παπαδόπουλου του 1973. Από τον επόμενο χρόνο της Μεταπολίτευσης επιστρέφει στα φοιτητικά έδρανα κουβαλώντας την οριακή εμπειρία του κελιού, αλλά και επωμιζόμενος άθελά του την αναγνώριση και τον σεβασμό από τους συμφοιτητές του ως θρυλικού αντιστασιακού υποδείγματος του φοιτητικού κινήματος. Αφού παίρνει το πτυχίο του το 1977 και απαλλαγμένος από στρατιωτικές υποχρεώσεις, εξαιτίας της πολύχρονης φυλάκισής του, συνεχίζει με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών και του Συμβουλίου της Ευρώπης μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία. Παρουσιάζει το 1984 τη διδακτορική διατριβή του στη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία στο ΑΠΘ και ακολούθως διδάσκει ως επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ίδιου πανεπιστημίου.
Οταν το 1988 η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών προκηρύσσει θέση αναπληρωτή καθηγητή με γνωστικό αντικείμενο την Ιστορία Νεωτέρας Ελλάδος, ο Αντώνης Λιάκος εκλέγεται ομόφωνα «με συμμετοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας του σώματος», όπως τονίζει με έμφαση σήμερα μετά από 25 χρόνια σταδιοδρομίας. Ωστόσο, ο συνυποψήφιός του για τη θέση αμφισβητεί τη νομιμότητα της διαδικασίας προσφεύγοντας για τη δικαίωσή του στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Επτά χρόνια αργότερα το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο εκδίδει την απόφαση 3138/1996, με την οποία ακυρώνεται η εκλογή του Λιάκου, ο οποίος στο μεταξύ είχε νομίμως προαχθεί στη βαθμίδα του καθηγητή από την αμφισβητούμενη θέση του αναπληρωτή καθηγητή. Στην απόφαση ωστόσο τονιζόταν ότι, εφόσον προϋπόθεση της εξέλιξής του αυτής αποτελούσε η νόμιμη εκλογή του στη βαθμίδα του αναπληρωτή (η οποία εκλογή αποδείχτηκε παράνομη), έπρεπε να εκπέσει στη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή και να επαναληφθεί η διαδικασία πλήρωσης της θέσης του αναπληρωτή, νομίμως αυτή τη φορά.
Εκτοτε κοντεύουν 20 χρόνια που το θέμα έχει παγώσει από αλληλοδιαδεχόμενους πρυτάνεις της σχολής. Ο ίδιος ο καθηγητής με τη σθεναρότητα πέτρινου τοτέμ, ικανού να αντέξει στις λαίλαπες του χρόνου -πόσο μάλλον σε σκόπιμες ανθρώπινες σκιές-, αποκρούει κάθε υπόνοια περί καθηγητικής έκπτωσής του. Σε κάθε ευκαιρία τονίζει με αυστηρότητα ότι πρόκειται για συκοφαντική εκστρατεία ακροδεξιών ιστοσελίδων από την εποχή της διαμάχης για το σχολικό εγχειρίδιο της ΣΤ’ Δημοτικού. Δεδομένου μάλιστα ότι, όπως λέγεται, ο «σφετεριστής» της θέσης του κινείται σε παραδοσιακά συντηρητικούς έως ακροδεξιούς κύκλους, ενώ ο Αντώνης Λιάκος, ως εκσυγχρονιστής που δεν απορροφήθηκε από τις μεταρρυθμίσεις που επιβάλλουν οι αγορές, αλλά πορεύθηκε προς την Πρώτη Φορά Αριστερά, δικαιούται να υπερηφανεύεται για την ιστορική δικαίωση των επιλογών του. Εξάλλου, όπως εικάζουν πανεπιστημιακοί συνάδελφοί του, είναι σπάνιο το ταλέντο να εμφανίζεσαι ως outsider δίχως να χάνεις τα προνόμια του mainstream.
Κατασκευάζει νέους μύθους
Οι κοινωνοί των ιδεών και των ερμηνειών του καθηγητή Ιστορίας, οι οποίοι παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς το έργο και την πορεία του, διατείνονται ότι ποτέ δεν κορόιδεψε κανέναν. Βγαίνει ανοιχτά και δηλώνει τις απόψεις του, τις οποίες μάλιστα αιτιολογεί χωρίς ηθικολογίες και βαρύγδουπες επικλήσεις. Οι αντίπαλοί του, πάντως, κάνουν λόγο για έναν λόγιο φονταμενταλιστή της υπερμοντέρνας θεωριοκρατούμενης ιστοριογραφίας, που κατασκευάζει νέους μύθους, ανάλογους με τους μύθους των λαϊκότροπων μουτζαχεντίν της εθνικοθρησκευτικής πρόσληψης της Ελληνικής Ιστορίας. Αν οι τελευταίοι συγκροτούν άτεχνα σαν αφήγηση ένα μείγμα συνωμοσιολογίας, πολυποίκιλων φοβιών, μισαλλοδοξίας και αφέλειας, στον αντίποδα οι ζηλωτές της ιδεολογηματικής μονομέρειας επιχειρούν μεθοδικά το ξαναγράψιμο της Ιστορίας όταν η αποδεκτή «ιστορική αλήθεια» δεν εξυπηρετεί επαρκώς την ιδεολογία που την αξιοποιεί. Υπό αυτό το πρίσμα, πέραν των μαρξιστών ιστορικών και στοχαστών, οι αποδομιστές ή μετα-νεωτερικοί αναθεωρητιστές απορρίπτουν αυτάρεσκα και τους «συντηρητικούς» -Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, Ιωνα Δραγούμη, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Διονύσιο Ζακυθηνό κ.λπ.- ως εθνικιστές. Αναζητούν μια πιο ευρύχωρη εθνική ταυτότητα, καθώς γι’ αυτούς το έθνος δεν είναι φαντασιακή, αλλά φανταστική ή ιδεολογική κατασκευή, και ασκούνται σχεδόν λατρευτικά στην υπεράσπιση όλων των «μειονοτήτων».
Τέλος, απονευρώνουν, διαγράφοντας μέχρι εξαφάνισης λέξεις που περιέχουν το νόημα της ιστορικής «νίκης», της «συντριβής», της «απόκρουσης» ή έστω της «άμυνας». Για οπαδούς της πάλης των τάξεων, εικάζουν οι σοβαρότεροι θεωρητικοί του αντίπαλοι, μάλλον εκδηλώνουν αδικαιολόγητη, αν όχι φανατική φοβία απέναντι σε ένα πολύ υπαρκτό ιστορικό φαινόμενο: την άσκηση βίας. Κάπως έτσι, λένε, με πρόσχημα την αποδόμηση της εθνοκεντρικής ιστοριογραφίας, πετιούνται στο καλάθι των αχρήστων τα δεινά των Ελλήνων της Σμύρνης και η Μικρασιατική Καταστροφή.
Η αλήθεια είναι ότι υπό τον αδόκιμο επιστημονικά όρο του «εθνομηδενισμού», ο Αντώνης Λιάκος, υποστηρίζοντας ότι η Ιστορία τίθεται στην υπηρεσία των ιδεολογιών, έχει πυροδοτήσει εκρηκτικές αντιδράσεις και εκτός του συναφιού των ιστορικών, οι οποίες ενίοτε κυμαίνονται μεταξύ δακρύβρεκτου μελό και ξεφαντωτικού πανηγυριού. Ωστόσο, θεωρείται βάσιμα ότι μερικές από τις πιο ακραίες τοποθετήσεις του που αποδομούν το «παπαρρηγοπούλειο σχήμα της εθνικής συνέχειας του Ελληνισμού», θίγουν νοητικά και συναισθηματικά παραδοσιακές πεποιθήσεις των Ελλήνων πολιτών. Ειδικότερα, η δυσανασχέτησή τους εξελίσσεται σε ερεθισμό όταν αυτές οι αποστροφές του καθηγητή Λιάκου περί «μεγαλόστομων πατριωτικών ανοησιών», όπως ο Χορός του Ζαλόγγου και το Κρυφό Σχολειό, τείνουν να επισημοποιηθούν μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους. Πόσο μάλλον έκδηλα δυσφορούν όταν κατά την άποψη του Αντώνη Λιάκου η «πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία» πρέπει να αντικαταστήσει τον όρο Τουρκοκρατία, μεθερμηνευόμενη ως έμμεση αναγνώριση ότι οι υπόδουλοι λαοί της περνούσαν εκεί κάτι παραπάνω από ζάχαρη. Ή όταν επιμένει να εξάρει παραβολικά τη διεθνή εμβέλεια του όρου «Νεότουρκος», μεμφόμενος εμμέσως τους Ελληνες για οπισθοδρομικότητα και στενομυαλιά.
Προφανώς για ένα κίνημα εναντίωσης στην οθωμανική κυριαρχία που μεταστράφηκε σε κίνημα κοινωνικής καταπίεσης και εθνικών γενοκτονιών, αρμοδιότεροι να το περιγράψουν είναι οι ξεριζωμένοι Αρμένιοι και Πόντιοι που υπέστησαν μαρτυρικά τις εξοντωτικά σφαγιαστικές πολιτικές του. Ενδεχομένως ως αντίδοτο στην, κατά τον καθηγητή, ξεροκεφαλιά των Ελλήνων, θα μπορούσαν να συμβάλλουν οι διωκόμενοι Κούρδοι και οι λυσσαλέα κυνηγημένοι αριστεροί και δημοκράτες της Τουρκίας, τονίζουν σαρκαστικά οι επικριτές του πανεπιστημιακού.
Επισημαίνοντας περιπαιχτικά ότι ίσως ο κ. Λιάκος να έχει πλέον την ευκαιρία να διαπιστώσει εγχωρίως και ιδίοις όμμασι την υπαναχώρηση ενός κινήματος από τους αρχικούς του στόχους, χωρίς παραπομπές στους προσφιλείς του Νεότουρκους.
Μακεδονικός Αγώνας και τζιχαντιστές
Ως αποκορύφωμα, όμως, της οπτικής του για επαναχαρτογράφηση του παρελθόντος, κρίνεται ένα πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Η κατασκευή της ηρωικής εικόνας του Μακεδονικού Αγώνα από την Πηνελόπη Δέλτα φωτίζεται με την έρευνα του Σπύρου Καράβα». Αναφερόμενος στο βιβλίο του τελευταίου «Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας», επιχειρεί να αναψηλαφήσει την ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα, υπό το φως των ωμοτήτων που διαπράχθηκαν από τους υπερασπιστές της ελληνικότατης Μακεδονίας στον αγώνα τους για την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό, την άμυνά τους στη σλαβική απειλή και τις σφαγές των Βουλγάρων κομιτατζήδων. «Με φρίκη τα διεθνή ΜΜΕ αναφέρονται στις ομαδικές εκτελέσεις αιχμαλώτων από φανατικούς εξτρεμιστές του Ισλάμ στο Ιράκ τις μέρες αυτές ή στη Συρία τους προηγούμενους μήνες. Ακόμη μεγαλύτερη φρίκη όταν πρόκειται για αμάχους. Μια παρόμοια ιστορία είναι η ακόλουθη...», γράφει ο καθηγητής αναφερόμενος στα «εγκλήματα κατά αμάχων» στα οποία προέβη «ένοπλη ομάδα που συμμετείχε στον Μακεδονικό Αγώνα με επικεφαλής τον Σπύρο Σπυρομήλιο», μια ιστορία που «τη γνώριζε η Πηνελόπη Δέλτα και τη βρίσκουμε στο αρχείο της». Επωδός του άρθρου η πεπερασμένη ένστασή του για την ύπαρξη Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα στη Βόρεια Ελλάδα.
Κατά τη γνώμη αντικειμενικότερων ιστορικών, πρόκειται για μια μαεστρική, πλην αυθαίρετη, σε εντελώς διαφορετικές, ανόμοιες συνθήκες ετσιθελική και χοντροκομμένη παρομοίωση των ακρωτηριαστικών σφαγών που γίνονται σε Συρία και Ιράκ με αυτές που υποτίθεται έγιναν στην υπόδουλη Μακεδονία κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα. Η δε ταύτιση ενός Μακεδονομάχου ήρωα με τους «φανατικούς εξτρεμιστές του Ισλάμ», όπως γράφει ο καθηγητής, κάτι δηλαδή σαν τζιχαντιστή, εξοργίζει και τον πιο καλοπροαίρετο αναγνώστη, ακόμη κι αν αυτός ασπάζεται την αναθεωρητική άποψη για την Ιστορία, η οποία βασίζεται σε «προφορικές διηγήσεις», στην «κοινωνική ανθρωπολογία» και ιδιαιτέρως στη δήθεν «ψύχραιμη ματιά» της.
Τόσο φλεγματική όσο ήταν και η επιλεκτική απουσία από το σχολικό βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού των ολοκαυτωμάτων στα Καλάβρυτα και στο Δίστομο, των μαζικών εκτελέσεων πατριωτών στην Καισαριανή και το μπλόκο της Κοκκινιάς, μη τυχόν εντυπωθούν στη συνείδηση των μαθητών «ηρωικά πρότυπα» πατριωτικής αντίστασης και υπάρξει ενδεχόμενος μαγνητισμος τους από τα «αποτρόπαια» αυτά μοντέλα της «σχολικής προπαγάνδας».
Ο «συνωστισμός»
Εξάλλου ως πνευματικός μέντορας της συγγραφέως, καθηγήτριας Μαρίας Ρεπούση, ο Αντώνης Λιάκος άσκησε με έξαψη τον ρόλο του διαπρύσιου υποστηρικτή του πονήματός της. Ενός βιβλίου που κρίθηκε απαράδεκτο και αποσύρθηκε όχι μόνο επειδή έγραφε ότι «χιλιάδες Ελληνες συνωστίζονταν στο λιμάνι (της Σμύρνης) προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν», παραπέμποντας σε τηλεοπτική περιγραφή για την έξοδο του Δεκαπενταύγουστου, αλλά διότι έπασχε για δεκάδες άλλους λόγους που υπερέβαιναν τον όρο της «πολιτικής ορθότητας». Επιλεκτική παράθεση γεγονότων, αντιφάσεις, αβλεψίες, αποσιωπήσεις, αποκρύψεις, εξωραϊσμός της Τουρκοκρατίας, καθώς και άμβλυνση της εθνικοαπελευθερωτικής διάστασης της Επανάστασης του ’21 μάλλον δεν ελάφρυναν μια αφήγηση επιβαρυμένη από στείρα εθνοκεντρικά κλισέ.
Αντιθέτως, όπως κρίθηκε από πλειάδα αξιόπιστων ιστορικών μετά τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε, το βιβλίο υπηρετούσε ολέθριες πολιτικές πρακτικές παρά συνέβαλε στον κατευνασμό του εθνικισμού στις βαλκανικές χώρες και μετρίαζε τις εντάσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό το, και παιδαγωγικά άστοχο, βιβλίο στο οποίο αναγραφόταν ότι οι Ελληνες απλώς «απομάκρυναν» τους Ιταλούς από τα ελληνοαλβανικά σύνορα! -με «εντομοαπωθητικόν, άραγε;», όπως διερωτήθη ειρωνικά, πλην δικαίως, ο Κώστας Ζουράρις-, θεωρείται ότι βρήκε στο πρόσωπο του καθηγητή Λιάκου περισσότερο έναν ιεραποστολικό ζηλωτή παρά έναν απολογητικό ρήτορα. Ο επιστήμονας που είχε ζήτησε να μη χρησιμοποιείται ο όρος «Μικρασιατική Καταστροφή» διότι χωρίς φειδώ στις εθνικές υπερβολές θίγεται η αφήγηση των Τούρκων, επιδόθηκε σε ένα ανελέητα πομπώδες λεκτικό μαστίγωμα κατά παντός αντιφρονούντος. Επιδεικνύοντας μάλλον στην εντέλεια μια ιδιοσυγκρασία, η οποία στο γραφικό περιβάλλον των φιλονικιών της πανεπιστημιακής κοινότητας συγκρίθηκε από συναδέλφους του με εκδήλωση χουλιγκανισμού.
Μέσω της νηφάλιας πανεπιστημιακής πένας του εκτιμάται ότι «μουτζούρωσε» απαξιωτικά όσους είχαν εκφράσει αντιρρήσεις τους για το εν λόγω σύγγραμμα. Τους χαρακτήρισε, απλώς, νοικοκυρές, εργάτες, κτηνοτρόφους, αγράμματους, εσμό Αλευρομαγείρων (εκ του ρόλου και της δράσης του ομώνυμου στρατηγού), εθνικιστικό λόμπι, φαιοχίτωνες, ακροδεξιούς, φαιοκόκκινη συμμαχία κ.λπ. Και βέβαια με τη μετριοφροσύνη που διακρίνει έναν αμερόληπτο διανοούμενο περιωπής και έναν ψύχραιμο ηγήτορα ομάδας ιστορικών, κατέταξε συλλήβδην τους αρνητές του βιβλίου στην «ιδεολογικοπολιτική» κατηγορία των ψυχωτικών. Υπό αυτή την παθιασμένη προσέγγιση που απέχει υβριστικά όσο η ήρα από το στάρι, κρίνεται ότι συνέβαλε με το κύρος του ώστε ο διάλογος για το συγκεκριμένο βιβλίο να καταχωρηθεί κάπου ανάμεσα σε φροϊδικό ψυχαναλυτικό ντιβάνι για «κτηνοτρόφους» και σε ανάγνωση από ορθόδοξο προσευχητάρι από «νοικοκυρές» - όπως αρμόζει σε μια εξωραϊσμένη ακαδημαϊκή μενταλιτέ.
Τόσο σίγουρη για τον προοδευτικό και «προχώ» εαυτό της που οι εκπρόσωποί της δεν διανοούνται καν ότι ίσως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ να τους έδειχνε με το δάχτυλο όταν έγραφε στη «Ζωή του Γαλιλαίου» ότι δεν υπάρχουν πιο ανελέητα αντιδραστικοί απ' ό,τι οι απογοητευμένοι καινοτόμοι.